Ένας γάμος στη Ραψάνη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μια και προσφέρει μια άριστη πρόφαση για Κυριακάτικη φυγή από την πόλη και αλλαγή παραστάσεων. Ξεκινούμε νωρίς -- άλλωστε η μέρα είναι μεγάλη πλέον -- και παίρνουμε τον γνωστό δρόμο. Καλός ο καιρός, ελάχιστη η κίνηση, γρήγορη η διαδρομή, γνωρίζουμε και τη νέα σήραγγα του Πλαταμώνα: τέλος οι στροφές. Στις 8.30 βρισκόμαστε έξω από τον Άγιο Αθανάσιο, τη μια από τις δυο ενοριακές εκκλησίες της Ραψάνης, γυρίζοντας συγχρόνως νοερά κάπου πενήντα χρόνια πίσω. Εδώ περνούσαμε τα καλοκαίρια μας μικροί, και τα καλντερίμια του χωριού (τώρα σχεδόν όλα τσιμεντοστρωμένα) και τα εξωκκλήσια του είναι άρρηκτα δεμένα με την ανάμνηση του πατέρα μας. Από τον δρόμο του Αγ. Αθανασίου περνούσαμε για να πάμε στο πέτρινο αλώνι στο Ανήλιο, όπου ακούγαμε ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη (συνήθως για τον Προφήτη Ηλία, λόγω επικαιρότητος) και μάθαμε να ψάλλουμε το ‘Φως ιλαρόν’.
Μπαίνουμε στον ναό που είναι όμορφα εξωραϊσμένος. Η ακολουθία βρίσκεται στο Εωθινό Ευαγγέλιο. Ο ιερέας είναι καλός, το εκκλησίασμα ήσυχο, κι έτσι κάνουμε τον Όρθρο και τη Θ. Λειτουργία κατά τάξιν, σε λίγο σύντομο χρόνο: στις 10 απολύουμε. Έχουμε άνεση, κι έτσι πηγαίνουμε μέχρι το κοιμητήριο του χωριού. Μια και βρίσκουμε κι εκεί τον ιερέα, ψάλλουμε ένα Τρισάγιο για τους κεκοιμημένους συγγενείς που τόση αγάπη μας έδειχναν όταν μας είχαν κοντά τους στα μικρά μας χρόνια. Ο Θεός να τους αναπαύσει όλους. Κατεβαίνουμε στην πλατεία με τα αιωνόβια πλατάνια της για τον καφέ μας, κι έπειτα περιδιαβάζουμε λίγο στο χωριό, μια και η μέρα είναι ιδανική για βόλτα: σύννεφα, αεράκι, χωρίς καύσωνα. Η γύρω φύση είναι στα καλύτερά της. Χαιρετούμε από μακριά τους Αγίους Θεοδώρους και τον Αϊ-Λιά στον απέναντι δασωμένο λόφο: ο χρόνος δεν φθάνει για να πάμε ως εκεί.
Ανηφορίζουμε και πάλι προς το ναό. Εκεί κοντά είναι και το σπίτι απ’ όπου θα βγει η νύφη. Περνούμε να χαιρετίσουμε τη Γεωργία, που με τόση φροντίδα τα οργάνωσε όλα, παρόλο το πρόσφατο πένθος της. Πόσο θα θέλαμε να είναι κι ο Παναγιώτης κοντά μας, αλλά τώρα παρίσταται αοράτως από αλλού. Μαθαίνουμε ότι και ο μεγαλύτερος αδελφός του νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση μετά από πρόσφατο εγκεφαλικό. Μου έρχεται στο νου το παλιό τραγούδι της Μούσχουρη: «Της ζωής οι καταιγίδες παν μαζί με τη χαρά», και αντίστροφα βέβαια, για να μη ξεχνιόμαστε. Έρχεται η ώρα, γίνεται το μυστήριο με ιεροπρεπή ατόσφαιρα, χωρίς θόρυβο, όπως πρέπει. Ο Αργύρης και η Αφροδίτη είναι πλέον ‘εστεμμένοι’: να ζήσουν και να είναι πάντα γεροί και ευτυχισμένοι.
Αλλαγή σκηνικού, μια και το επόμενο επεισόδιο έχει προγραμματισθεί παραθαλάσσια, στο Καστρί-Λουτρό. Πηγαίνουμε σε φάλαγγα για να μη χαθούν όσοι δεν γνωρίζουν το μέρος. Άλλο κλίμα εδώ: αεράκι αξιοπρεπές, και κύμα που θυμίζει... Ειρηνικό. Ωστόσο δεν μας χαλάει τη διάθεση -- απεναντίας. Η συντροφιά από συναδέλφους και φίλους είναι καλή και η ώρα περνάει ευχάριστα. Ευχόμαστε, πίνουμε στην υγειά τους, και κάποια στιγμή τους αποχαιρετούμε για την επιστροφή: υπάρχουν και ιατρικές εκκρεμότητες. Υπολόγιζα να γυρίσουμε χωρίς στάση, αλλά η σαρξ είναι ασθενής, κι έτσι σταματούμε στα διόδια για μισή ώρα ύπνου στο αυτοκίνητο. Είναι ό,τι μας χρειάζεται.
Επιστρέφουμε στα ίδια: ο άρρωστός μου με το σοβαρό πνευμονικό πρόβλημα θα πρέπει να διακομισθεί στο εφημερεύον νοσοκομείο (οι ‘καταιγίδες’ που λέγαμε...). Ευτυχώς η συνεννόηση γίνεται γρήγορα, ετοιμάζουμε τα σχετικά χαρτιά, παίρνει το δρόμο του. Δύσκολη περίπτωση, αβέβαια η έκβαση, είθε να γίνει κάτι και μ’ αυτόν. Εκεί που ετοιμάζομαι να φύγω, μου τηλεφωνεί μια αδελφή από άλλο τμήμα: «Μια άρρωστη θέλει να κοινωνήσει, αύριο έχει βαρύ χειρουργείο νωρίς το πρωί, μπορούμε να βρούμε ιερέα τέτοια ώρα; Εσάς σκέφτηκα να ρωτήσω». Είναι εννιά το βράδυ, αρχίζω τα τηλεφωνήματα, τελικά το οργανώνουμε κι αυτό. Θα πρέπει να θυμηθώ να ρωτήσω πώς πήγε η επέμβασή της. Επιτέλους, επιστρέφουμε στο σπίτι μετά από δεκατέσσερεις ώρες που είχαν απ’ όλα. Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν.