Εδώ και μια δεκαετία σχεδόν η οικονομία είναι η λέξη που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο, μαζί με τα ποικίλα παράγωγά της. Τα δόγματα και τα διδάγματά της παίρνουν και δίνουν, και μας αφήνουν την αίσθηση ότι αυτή ρυθμίζει τα πάντα και αυτήν μόνο υπηρετούν όλοι οι υπόλοιποι θεσμοί, ιδιωτικοί και (κυρίως) δημόσιοι . Τα λάθη της, όταν ομολογούνται δημόσια, συνήθως προσπερνώνται χωρίς πολλά σχόλια -- έστω κι αν κοστίζουν ακριβά σε χιλιάδες και εκατομμύρια ανθρώπους -- και προχωρούμε στο επόμενο (οικονομικό και πάλι) θέμα.
Γιατί αυτή η εισαγωγή; Διότι διάβασα χθες ένα ενδιαφέρον κείμενο στη Guardian, που αποτελεί σύνοψη ενός βιβλίου κάποιου John Rapley που κυκλοφορεί τις μέρες αυτές. Τίτλος του: Πώς η οικονομία έγινε θρησκεία. Παραθέτω σε δική μου απόδοση τις εισαγωγικές του παραγράφους, ως ερέθισμα για περαιτέρω σκέψεις.
«Η Βρετανία έχει μια επίσημη εκκλησία, αλλά σήμερα λίγοι από μας της δίνουμε πολλή σημασία. Ακολουθούμε μια ακόμη πιο ισχυρή θρησκεία, γύρω από την οποία έχουμε οργανώσει τις ζωές μας: την οικονομία. Για σκεφτείτε. Η οικονομία προσφέρει ένα πλήρες δόγμα μ’ έναν ηθικό κώδικα που υπόσχεται στους πιστούς της σωτηρία στον κόσμο αυτό. Έχει μια ιδεολογία τόσο πειστική ώστε οι πιστοί της αναδομούν ολόκληρες κοινωνίες για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της. Έχει τους γνώστες της, τους μύστες της και τους μάγους της που βγάζουν λεφτά από τον φρέσκο αέρα, χρησιμοποιώντας ξόρκια όπως «παράγωγα» και «δομημένες επενδύσεις». Κι ακόμη, όπως οι παλιές θρησκείες που έχει εκτοπίσει, έχει τους προφήτες, τους αναθεωρητές, τους ηθικολόγους της, και πάνω απ’ όλα τους αρχιερείς της που υπερασπίζονται την ορθοδοξία απέναντι στις αιρέσεις.
Στο διάβα του χρόνου, ο ένας μετά τον άλλο οι οικονομολόγοι πήραν τον ρόλο που αφαιρέσαμε από τους κληρικούς: να μας δίνουν οδηγίες για το πώς θα φτάσουμε σε μια γη επαγγελίας με υλική αφθονία και ατέλειωτη ικανοποίηση. Για πολύ καιρό, έδειχναν να εκπληρώνουν τις υποσχέσεις τους, να επιτυγχάνουν με τρόπο που λίγες άλλες θρησκείες κατάφεραν, με τα εισοδήματά μας να ανεβαίνουν χιλιάδες φορές και να μας παρέχουν μια αφθονία από νέες εφευρέσεις, θεραπείες και απολαύσεις.
Αυτός ήταν ο παράδεισός μας, και ανταμείψαμε πλούσια το οικονομικό ιερατείο, με κοινωνική θέση, με πλούτο και με την εξουσία να διαμορφώνουν τις κοινωνίες μας σύμφωνα με το όραμά τους. Στο τέλος του 20ού αιώνα, μέσα σε μια οικονομική έκρηξη που είδε τις δυτικές κοινωνίες να γίνονται πιο πλούσιες απ’ ό,τι είχε γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα, η οικονομία φαινόταν να έχει κατακτήσει την υδρόγειο. Καθώς σχεδόν όλες οι χώρες του πλανήτη υπάκουαν στο ίδιο βιβλίο της ελεύθερης αγοράς, και οι φοιτητές συνωστίζονταν να πάρουν αντίστοιχα πτυχία, η οικονομία φαινόταν να κατορθώνει τον στόχο που είχε διαφύγει από όλα τα άλλα θρησκευτικά δόγματα της ιστορίας: να μεταστρέψει ολόκληρο τον πλανήτη στο πιστεύω της.
Ωστόσο, αν η ιστορία διδάσκει κάτι, είναι ότι όποτε οι οικονομολόγοι νιώθουν σίγουροι ότι έχουν βρει το ιερό δισκοπότηρο της ατέλειωτης ειρήνης και ευμάρειας, το τέλος του παρόντος καθεστώτος πλησιάζει. Τις παραμονές του μεγάλου κραχ της Γουώλ Στρητ το 1929, ο Αμερικανός οικονομολόγος Irving Fisher συμβούλευε τον κόσμο να πάει να αγοράσει μετοχές. Στα 1960 οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι έλεγαν ότι δεν θα υπήρχε άλλη ύφεση διότι είχαν τελειοποιήσει τα εργαλεία διαχείρισης των απαιτήσεων.
Η κρίση του 2008 δεν ήταν διαφορετική. Πέντε χρόνια νωρίτερα, στις 4 Ιανουαρίου 2003, ο νομπελίστας Robert Lucas είχε δώσει μια θριαμβευτική προεδρική διάλεξη στην Αμερικανική Οικονομική Ένωση. Θυμίζοντας στους συναδέλφους του ότι η επιστήμη της μακροοικονομίας είχε γεννηθεί κατά την ύφεση ακριβώς για να εμποδίσει να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, είχε διακηρύξει ότι αυτός και οι συνάδελφοί του είχαν φτάσει στο δικό τους τέλος της ιστορίας: «Η μακροοικονομία με την αρχική αυτή έννοια έχει επιτύχει», διαβεβαίωσε το κονκλάβιο. «Το κεντρικό της πρόβλημα, η πρόληψη της ύφεσης, έχει λυθεί».
Δεν προλαβαίνουμε να πεισθούμε ότι το οικονομικό ιερατείο έχει επιτέλους καταρρίψει εκείνη την παλιά κατάρα, κι εκείνη επιστρέφει για να μας στοιχειώσει: η υπερηφάνεια πάντα προηγείται της πτώσης. Μετά το κραχ του 2008 οι περισσότεροι από μας έχουμε δει το βιοτικό μας επίπεδο να πέφτει. Εν τω μεταξύ, το ιερατείο φάνηκε να αποσύρεται στα μοναστήρια του και να τσακώνεται για το ποιος έπεσε έξω. Δεν είναι καθόλου παράξενο που η πίστη μας στους «ειδικούς» έχει διαλυθεί.
Η ύβρις, που ποτέ δεν είναι ιδιαίτερα καλό πράγμα, μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη στα οικονομικά, διότι οι σοφοί τους δεν ακολουθούν απλώς τους νόμους της φύσης: συμβάλλουν στη διαμόρφωσή τους. Για παράδειγμα, αν η κυβέρνηση, οδηγημένη από το οικονομικό ιερατείο, αλλάζει τη δομή των κινήτρων της κοινωνίας για να ευθυγραμμισθεί με την υπόθεση ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται εγωιστικά, τότε, ω του θαύματος, οι άνθρωποι θα αρχίσουν να κάνουν ακριβώς αυτό. Ανταμείβονται για να το κάνουν και τιμωρούνται αν κάνουν κάτι διαφορετικό. Αν έχεις διδαχθεί ότι η απληστία είναι αρετή, τότε είναι πολύ πιο πιθανό ότι θα ζεις ανάλογα.
Η ύβρις στην οικονομία προήλθε όχι από κάποιο ηθικό ελάττωμα των οικονομολόγων, αλλά από την πλαστή πεποίθηση ότι η οικονομία είναι επιστήμη. Ούτε είναι ούτε μπορεί να είναι, και πάντοτε λειτουργούσε περισσότερο σαν εκκλησία. Μια ματιά στην ιστορία της αυτό δείχνει».
Μετά από τα παραπάνω, ξανασκέφτομαι εκείνο το «ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά», και αναρωτιέμαι: τελικά ποιον Θεό λατρεύουμε σήμερα;