Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Ρεμβασμός του Σαρανταημέρου

Οι επιστολές των αναγνωστών στις εφημερίδες συχνά παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον, καθώς θίγουν θέματα που περνούν απαρατήρητα από τη συνηθισμένη αρθρο- και ειδησεογραφία. Από τη χθεσινή Καθημερινή ανθολογώ την παρακάτω επιστολή του Μιχάλη Μιχαλακόπουλου, που δημοσιεύεται υπό τον φλύαρο τίτλο (αυθαιρεσία της εφημερίδας) ‘Το Σαρανταλείτουργο, οι μικροί μαθητές-ψάλτες, ο παππούλης και η «σωτήρια» κουταλιά ζάχαρης’. Την βρήκα ιδιαίτερα νοσταλγική, για το επίκαιρο και Παπαδιαμαντικό θέμα και ύφος της. Ελπίζω ο 'Άγιος των γραμμάτων' μας να συγχωρήσει την δική μου παράφραση ενός δικού του τίτλου.

     ‘Το Σαρανταήμερο άρχισε στις 15 Νοέμβρη. Κάθε μέρα γίνεται λειτουργία μέχρι τα Χριστούγεννα (Σαρανταλείτουργο). Στο μικρό χωριό μου, το Σταυροδρόμι Γορτυνίας, τις Κυριακές, τις δεκαετίες του 1950 και 1960, έψελναν οι κανονικοί ψάλτες. Τις καθημερινές όμως, που οι κανονικοί ψάλτες πήγαιναν στις δουλειές τους, το έργο αυτό αναλάμβαναν μερικοί μαθητές του δημοτικού σχολείου, «τα παιδιά του Ιερού». Το δημοτικό σχολείο ήταν δίπλα στην Εκκλησία. Ο παππούλης είχε παρακαλέσει τον δάσκαλο να δικαιολογεί την ολιγόλεπτη καθυστέρηση προσέλευσης των παιδιών αυτών. Τελειώνοντας η λειτουργία τα παιδιά του Ιερού έτρεχαν στο σχολείο τους. Ο Τάκης της Λούλας, του Φουσκαρογιώργη, ήταν ο περισσότερο συνεπής. Έγραψε ιστορία σαν παιδί του Ιερού στη δεκαετία του 1960. ∆εν είχε πάρει καμιά απουσία. Αχάραγα, πολλές φορές πριν από τον παππούλη, περίμενε στην πόρτα της Εκκλησίας. Με πάγο, με χιόνι, με κρύο, με βροχή, ο Τάκης πρώτος, ο Τάκης εκεί. Ο Τάκης ψάλτης, ο Τάκης στην υπηρεσία του Ιερού να φροντίζει τη φωτιά, να βράζει το ζέο, να έχει σε ετοιμότητα το θυμιατό. Η σάκα του με τα βιβλία στο αναλόγιο. Στις οκτώ η ώρα έπρεπε να τρέξει στο σχολειό του. Τρέχοντας έλεγε τη μετά τη Θεία Μετάληψη ευχή «…ακατακρίτως υποδέχεσθαι των αχράντων Μυστηρίων τον αγιασμόν, εις ίασιν ψυχής και σώματος και παράσχου μοι δάκρυα…». Απέξω όλα, χωρίς να κατανοεί τότε την πατερική αυτή γλώσσα. Εκτός από τον Τάκη ήσαν και άλλα παιδιά του χωριού, που είχαν τον ζήλο να υπηρετούν το Ιερό, ιδιαίτερα κατά το Σαρανταλείτουργο. Στις δεκαετίες του 1950 και 1960 πέρασαν αρκετές σειρές από το Ιερό του σεπτού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όταν έκανε πολύ κρύο, ο παππούλης έλεγε στα παιδιά να ψέλνουν από το Ιερό και όχι από το αναλόγιο. Τα λιγοστά κάρβουνα, που έφερνε, ζέσταιναν λίγο τα παγωμένα χεράκια τους. Στο μεγάλο κρύο τους έδινε λίγο κρασάκι, μια φέτα προσφορά και καμιά κουταλιά ζάχαρη για να τα στυλώνει. Ο παππούλης τούς έλεγε να διαβάζουν δυνατά, καθαρά και με «στόμφο» τα ιερά βιβλία, για να γίνουν καλοί μαθητές. Κάποιες φορές τους έλεγε να προσεύχονται στην Παναγία και να παρακαλούν με συγκεκριμένα «αιτήματα» γιατί η Παναγία εισακούει καλύτερα τις προσευχές τους από τις δικές του. Τους μάθαινε να ψέλνουν. Με τον παππούλη έψελναν τον υπέροχο ύμνο «Η Παρθένος σήμερον, τον προαιώνιον λόγον…». Τα παιδιά αυτά του Ιερού επρόκοψαν στα γράμματα. Στο γυμνάσιο είχαν πολύ καλές επιδόσεις, ιδιαίτερα στα Αρχαία και στα Νέα Ελληνικά. ∆ιαμόρφωσαν καλούς χαρακτήρες και φάνηκαν χρήσιμα στην κοινωνία. Τα διέκρινε μια πνευματικότητα, που τα συνόδευε όλες τις ημέρες της ζωής τους. Σμίλεψαν με την προσευχή τους ένα χαρακτήρα που αντέχει στα ξεροβόρια και στις παγωνιές της ζωής, όπως αντέχει με σεμνότητα και ταπείνωση όσα έρχονται, σαν χάρη, δωρεά και ευλογία, από τη Μεγάλη τους Μητέρα, την Παναγία. Στον ναό της, του χωριού τους, υπηρέτησαν κάτω από αντίξοες συνθήκες, τις δεκαετίες του 1950 και 1960, ως μικροί Άγγελοι, σε όλα τα διακονήματα, τα παγωμένα εκείνα πρωινά!..’

     Δεν συμφωνείτε;

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Μπανάνες

Οι δημοπρασίες έργων ‘τέχνης’ και άλλων παραδόξων αντικειμένων μας έχουν δώσει κατά καιρούς τροφή για σχολιασμό και περίσκεψη σχετικά με το αισθητικό γούστο και το νοητικό επίπεδο των συνανθρώπων μας. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί μια… μπανάνα κολλημένη στον τοίχο με ασημί μονωτική ταινία, έμπνευση ενός παλαβού ‘καλλιτέχνη’ ονόματι Maurizio Cattelan, που πουλήθηκε από τον οίκο Sothebys για 5,2 εκατομμύρια δολάρια, με αγοραστή έναν Κινέζο επιχειρηματία κρυπτονομισμάτων. Στο ποσό αυτό προστίθεται άλλο ένα εκατομμύριο δολάρια που πηγαίνει στους δημοπράτες για έξοδα προβολής του προϊόντος και διεξαγωγής της δημοπρασίας (εις υγείαν των κορόιδων…). Όπως διαβάζω, η μπανάνα που χρησιμοποιήθηκε για την επίδειξη στον οίκο Sothebys είχε αγορασθεί λίγο νωρίτερα για 35 σεντς.

     Με τα χρήματα που πλήρωσε ο Κινέζος αγοραστής θα λάβει μια μπανάνα κι ένα ρολό μονωτική ταινία, ένα πιστοποιητικό αυθεντικότητας του ‘έργου τέχνης’ και οδηγίες για το πώς να κολλήσει τη μπανάνα στον τοίχο και πώς να την αντικαταστήσει, αν θέλει. Ο ίδιος δήλωσε ότι «δεν πρόκειται απλώς για ένα έργο τέχνης, αλλά για ένα πολιτιστικό φαινόμενο που γεφυρώνει τον κόσμο της τέχνης με την κοινότητα των κρυπτονομισμάτων… πιστεύω ότι το κομμάτι αυτό θα εμπνεύσει περισσότερη σκέψη και συζήτηση στο μέλλον και θα γίνει μέρος της ιστορίας» και πρόσθεσε ότι σχεδιάζει να φάει τη μπανάνα «για να τιμήσει τη θέση της στην ιστορία της τέχνης και τη λαϊκή κουλτούρα». Καταλάβατε; Εδώ που τα λέμε, σκέφθηκε ποτέ κανείς άλλος να κολλήσει μια μπανάνα στον τοίχο με μονωτική ταινία;

     Βέβαια, όσο υπάρχουν άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να πληρώνουν τέτοια ποσά για μια μπανάνα των 35 σεντς, θα υπάρχουν και ‘καλλιτέχνες’ και δημοπράτες που θα βγάζουν εύκολα εκατομμύρια. Η απορία μου; Όταν κατά καιρούς διάφοροι ακτιβιστές έχουν εκδηλώσει τις διαμαρτυρίες τους πετώντας μπογιές και σούπες σε φημισμένους πίνακες γνωστών μουσείων, πώς δεν έβαλαν ακόμη στο μάτι τους οίκους των δημοπρασιών που κακομεταχειρίζονται με τέτοιο τρόπο τις μπανάνες;

     Σε πιο σοβαρό επίπεδο, αν ρωτούσαμε τον περήφανο ιδιοκτήτη της μπανάνας πόσους πεινασμένους θα μπορούσε να χορτάσει με 6,2 εκατομμύρια δολάρια, υποθέτω πως θα μας απαντούσε ότι μια τέτοια ενέργεια δεν αποτελεί ‘πολιτιστικό φαινόμενο’.