Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Ενδέκατη

Με αφορμή την εξαγγελία του εθνικού απολυτηρίου ως ενδέκατη αλλαγή στο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ κατά τη μεταπολίτευση, ο Απόστολος Λακασάς [Καθημερινή 9/7] απαριθμεί όλους τους διάφορους τρόπους εισαγωγής που ίσχυσαν, όπως κάθε θάμα, καθένας ‘για τρεις μέρες’ (κάποιοι ούτε και τόσο). Η όλη ιστορία θα μπορούσε να έχει τον δίλεξο τίτλο ‘Ράβε-ξήλωνε’, με υπότιτλο ‘κάθε πέρυσι και καλύτερα’. Νοσταλγικός ρομαντισμός η αναδρομή στα παλιά, αλλά αναπόφευκτη. Μέχρι το 1980 δεν ήταν δεδομένη για όλους ούτε η προαγωγή από τάξη σε τάξη, ούτε η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πολλοί από τους τότε συμμαθητές μας διέκοψαν μετά την 3η Γυμνασίου, ασχολήθηκαν με κάποια τέχνη ή άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, και όσο να τελειώσουμε εμείς το Πανεπιστήμιο είχαν ήδη εγγράψει αρκετά χρόνια εργασιακού βίου. Η καλλιέργεια της νοοτροπίας ‘όλοι ικανοί για όλα’ οδήγησε αφενός σε ταλαιπωρία πολλών μαθητών (υπό την πίεση και των γονέων τους) και αφετέρου σε υποβάθμιση του Λυκείου, αλλά και των ΑΕΙ, αφού το σύνολο των εκπαιδευομένων ήταν τελείως ανόμοιο ως προς το επίπεδο επάρκειας και το ενδιαφέρον του για συνέχιση των σπουδών. Αποκορύφωμα της τακτικής αυτής ήταν η κατάργηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, με αποτέλεσμα την ύπαρξη σχολών με φοιτητές μονοψήφιας βαθμολογίας.

     Φυσικά οι κοινωνικές και επαγγελματικές συνθήκες αλλάζουν με τον χρόνο, και η παιδεία πρέπει να ετοιμάζει πολίτες με προσόντα που να ανταποκρίνονται στις υπάρχουσες ανάγκες. Ωστόσο, αν παρομοιάσουμε την υποχρεωτική εκπαίδευση (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) με τα θεμέλια και τον φέροντα οργανισμό μιας οικοδομής και την τριτοβάθμια με την υπόλοιπη οικοδομή, είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να χτίζουμε οικοδομές, έστω και εντυπωσιακές σε εμφάνιση, χωρίς θεμέλια και φέροντα οργανισμό. Εκεί θα πρέπει να εστιάσει ο σχεδιασμός της Παιδείας: να δημιουργεί πολίτες στοιχειωδώς καταρτισμένους και επαγγελματικά προσανατολισμένους εγκαίρως, ώστε να υπηρετήσουν την πολιτεία καθένας με τον τρόπο και τις διαφορετικές του ικανότητες, που όλες είναι απαραίτητες.

[Απεστάλη στην Καθημερινή]

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Αντί επικηδείου

 

«Να έρθω να μου κάνεις μια σπιρομέτρηση;». Και βέβαια. Αθώο και συνηθισμένο το αίτημα στην ειδικότητά μου. Τίποτε δεν με είχε προετοιμάσει γι’ αυτό που θα άκουγα αμέσως μετά την ‘καλημέρα’, λίγο μετά τα Χριστούγεννα. «Έχω ALS» μου είπε, και βούρκωσε. Τα δυο δευτερόλεπτα που χρειάστηκαν για να ερμηνεύσω τα ιατρικά αρχικά έδωσαν τη θέση τους στο σοκ. Κεραυνός εν αιθρία. Αμυοτροφική πλάγια σκλήρυνση (νόσος κινητικού νευρώνα): μια διάγνωση που κανείς δεν θα την ήθελε για τον εαυτό του ή για οποιονδήποτε άλλο. Να την ακούς όμως από τον πιο στενό, επιστήθιο φίλο εδώ και 55 χρόνια, είναι διπλά επώδυνη.

     Τι μπορείς να απαντήσεις σε μια τέτοια εξομολόγηση; Σαν ταινία πέρασαν από το νου μου όλα αυτά τα χρόνια της φιλίας, γεμάτα μνήμες αξέχαστες. Μαζί στα θρανία και στη χορωδία του Τετάρτου Γυμνασίου, όπου ήταν πάντα πρώτος στην τάξη μας. Μαζί υποψήφιοι, μαζί στα έδρανα της Ιατρικής, στα χρόνια που μας έπλασαν για τη μετέπειτα πορεία της ζωής μας. Μαζί σε στιγμές ευχάριστες, μαζί και σε ώρες δύσκολες και επώδυνες, όπως στην τελική αρρώστια του πατέρα του. Μαζί ανταλλάσσαμε με κάθε ευκαιρία εμπειρίες από τους χώρους της εργασίας μας, και ευρύτερες. Εκείνος διάλεξε το δύσκολο μονοπάτι της Ψυχιατρικής. Είχε το χάρισμα να ‘διαβάζει’ τα του ανθρώπου και το κουράγιο να θέτει δύσκολα υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα, να αναπτύσσει ανησυχίες και προβληματισμούς με έναν χείμαρρο διαρθρωμένης σκέψης και λόγου, που συχνά δυσκολευόμουν να παρακολουθήσω.

     Κι έπειτα, λίγο μετά την αποστρατεία του από μια επιτυχημένη διευθυντική σταδιοδρομία στο ΕΣΥ, στους λίγους μήνες από τη διάγνωση, πρόβαλε στο στάδιο ο μαχητής Δημήτρης. Ξέρουμε πως ο Θεός δεν αφήνει να δοκιμασθούμε πάνω από τις δυνάμεις μας. Και όπως οι αθλητές του στίβου ασκούνται σε υψηλότερο βαθμό από τους κοινούς ανθρώπους, έτσι και οι αθλητές του ψυχοπνευματικού στίβου δέχονται μεγαλύτερες προκλήσεις, βλέπουν τον πήχυ της άσκησης να ανεβαίνει πιο ψηλά, και καταβάλλουν την ανάλογη προσπάθεια, ώστε να μη φανούν κατώτεροι των προσδοκιών. Έχοντας επί τόσες δεκαετίες δίπλα του τον καλύτερο προπονητή, τη σύζυγό του Δόμνα, ο Δημήτρης ξεπέρασε τον πήχυ με αξιοθαύμαστη άνεση.

     «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» είπε ο Κύριος στον Απόστολο Παύλο που του ζήτησε απαλλαγή από τον ‘σκόλοπα’ που τον βασάνιζε. Ο Δημήτρης δέχθηκε τη δύσκολη διάγνωση και τις συνέπειές της με στωικότητα, καρτερία και πνευματική ενατένιση. «Εκείνος (δείχνοντας ψηλά με το δάχτυλο) με περιμένει», μας έλεγε, «δεν χρειάζεται να καθυστερώ». «Το ξέρει ότι είμαι δειλός», είπε σε κάποια από τις τελευταίες μας κουβέντες. Η πράξη βέβαια έδειξε το αντίθετο, διότι, κατά τον Απόστολο Παύλο, «τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ (δηλ. η αδυναμία που επιτρέπει ο Θεός) ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί», είναι ισχυρότερη από τις ανθρώπινες δυνάμεις. Δεν δέχθηκε κανενός είδους μηχανική υποστήριξη ή τεχνητή παράταση ζωής. Ζήτησε μόνο την απαραίτητη ανακούφιση. Η επιθυμία του έγινε σεβαστή, χωρίς να εκβιάσουμε ή να επισπεύσουμε το τέλος.

     Ο αρχαίος Σόλων είχε συμβουλεύσει τον Κροίσο: «Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε». Ο λαός λέει ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα». Η γαλήνια και μεθοδική ετοιμασία του για το δύσκολο τέλος φανέρωσε την δύναμη της ψυχής, εν τη ασθενεία του σώματος. Αυτή που επιφυλάσσεται για κείνους που είναι πλασμένοι για το κάτι παραπάνω.

     «Μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες». Όπως ο Δημήτρης.

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Εκδημία

Κυριακή σήμερα, και ημέρα που είχε ορίσει ο Κύριος για τη συνάντησή του με τον επιστήθιο φίλο Δημήτρη. Η δύσκολη νόσος των τελευταίων μηνών, το άθλημα που του επεφύλαξε ο Κύριος για να ανέβει λίγο ψηλότερα, όπως ο ίδιος έλεγε, έφθασε στο τέλος. Χωρίς μάταιες προσπάθειες τεχνητής παράτασης του τέλους, όπως εκείνος το ζήτησε, αλλά και χωρίς απόπειρες βίαιας επίσπευσης. Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, αλλά προπαντός Χριστιανικά, με τα αγαπημένα πρόσωπα γύρω του, έστω κι αν δεν μας καταλάβαινε (όσο μπορούμε να εικάσουμε).

     Πολλά θα μπορούσε κανείς να γράψει, αλλά η ώρα δεν είναι η πιο κατάλληλη. Με τη φαντασία μου όμως βάζω στα σιωπηλά χείλη του το δημώδες άσμα που λέγαμε εκείνο τον καιρό με τη χορωδία του Τετάρτου Γυμνασίου:

«Εγέρασα, μωρέ παιδιά, πενήντα χρόνους κλέφτης,

τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρα αποσταμένος

θέλω να πάω να κοιμηθώ, εστέρεψε η καρδιά μου,

βρύση το αίμα το ’χυσα, σταλαγματιά δε μένει.

Ποιος ξέρει από το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει,

Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω

θάρχονται τα κλεφτόπουλα, τ’ άρματα να κρεμάνε,

να πλένουν τις λαβωματιές, τον Δήμο να σχωρνάνε.

Τρέχα, παιδί μου, γρήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη,

και ρίξε το ντουφέκι μου στον ύπνο μου επάνω».

Άκουσε ο Δήμος τη βοή μέσ’ τον βαθύ τον ύπνο,

τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια,

ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει…

      Ο δικός μας ‘γερο-Δήμος’, ο ψυχίατρος Δημήτρης Σεβρής, σίγουρα θα χαμογελάει με τις δικές μου φαντασιακές αναμνήσεις, καθώς τα βαθιά υπαρξιακά του ερωτήματα παίρνουν πλέον την οριστική τους απάντηση. Καλόν Παράδεισο να έχει, και καλήν αντάμωση, όταν ο Κύριος θελήσει!

     Για όσους θέλουν να τον (ξανα)συναντήσουν, υπάρχει ΕΔΩ μια παλαιότερη συνέντευξή του στο TV100.