Οδυνηρή, αλλά ρεαλιστική η διαπίστωση του Χ. Γιανναρά (‘Η διαφορά του νεοφανούς από το καινούργιο’, Καθημερινή 29/3/2009) για τη δυσχέρεια συγκρότησης ενός αληθινά καινούργιου κόμματος στην Ελλάδα. Να επιχειρήσει κανείς να σκιαγραφήσει ένα τέτοιο πολιτικό σχήμα; Θα απαιτούσε μια ομάδα μη κερδοσκόπων, ερασιτεχνών (με την αγνή έννοια του όρου--όχι προχειρολόγων) επαγγελματιών (και πάλι με την καλή έννοια--όχι ‘εμπόρων’ της πολιτικής) ιδεολόγων, που θα διαπνέονταν από αλτρουιστικά έως και αυτοθυσιαστικά αισθήματα μπροστά στο καλό της πατρίδας και θα ήσαν διατεθειμένοι να βαδίσουν αντίθετα στα κατεστημένα ρεύματα. Πιστεύω ότι δεν έχουν εκλείψει τέτοιοι άνθρωποι: η δυσκολία θα ήταν να συνευρεθούν και να αποφασίσουν να συμπλεύσουν.
Στη συνέχεια, για να αναδειχθεί και να επιτύχει, η ομάδα αυτή θα έπρεπε να εμπνεύσει εμπιστοσύνη σε μια μεγάλη ομάδα συμπατριωτών της που θα είχε την τόλμη να θυσιάσει συμφέροντα προσωπικά (‘πελατειακές’ εξυπηρετήσεις) ή ταξικά (συνδικαλιστικές ή άλλες ‘ταξικές’ διεκδικήσεις ή ‘κεκτημένα δικαιώματα’) εν ονόματι αυτού του κοινού καλού, και εν γνώσει της ότι κάποια οφέλη (αν ποτέ υπάρξουν) μπορεί να τα καρπωθούν μόνο τα παιδιά της (άρα το ‘Εδώ και τώρα’ αποκλείεται). Η μερίδα αυτή θα έπρεπε να πιστεύει σε κράτος δικαίου, όπου καθένας εφαρμόζει πρώτα τους νόμους και έπειτα έχει τη λογική προσδοκία να τους εφαρμόζουν και οι άλλοι. Θα έπρεπε ακόμη να έχει στοιχειώδη Παιδεία ώστε να αντιλαμβάνεται το κοινό συμφέρον και να μπορεί να σκεφθεί με κριτήριο το γενικό καλό και όχι το ‘φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν’. Και τέλος, θα έπρεπε να αντέχει να ακούει την αλήθεια για τα δημόσια πράγματα, όσο επώδυνη κι αν είναι.
Επειδή από τις παραπάνω προϋποθέσεις οι μεν θετικές τελούν εν ανεπαρκεία, οι δεν αρνητικές πλεονάζουν, ο χαρακτηρισμός ‘ακατόρθωτο’ ίσως είναι λίγος για να εκφράσει το μέγεθος του εγχειρήματος.