Με τον όρο αυτό περιγράφεται η ιδιαίτερη ψυχολογική
κατάσταση που δημιουργεί μια σημαντική απώλεια. Αυτή είναι συνήθως και κυρίως
κάποιο πρόσωπο (συγγενικό, φιλικό, ακόμη και δημόσιο πρόσωπο στο οποίο είχαμε
επενδύσει ψυχολογικά). Ωστόσο ανάλογα βιώματα πένθους μπορεί να παρατηρούνται
σε απώλεια ενός κατοικιδίου ζώου, ενός προσφιλούς αντικειμένου ή μιας φυσικής ή
άλλης ιδιότητας (π.χ. απώλεια της όρασης, της ελευθερίας, της ικανότητας
οδήγησης κλπ.). Το βίωμα μπορεί να είναι πιο ήπιο ή πιο έντονο, ανάλογα με τον
βαθμό σύνδεσης με το απολεσθέν πρόσωπο ή αντικείμενο.
Το πένθος
αποτελεί καταρχήν φυσιολογική αντίδραση: θα ήταν εντελώς αφύσικο να μη μας
στοιχίζει ψυχικά μια απώλεια, μεγάλη ή μικρή. Οι άνθρωποι δεν είμαστε από
πέτρα, και οι σχέσεις που έχουμε αναπτύξει με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις
αποτελούν μέρος του ευρύτερου εαυτού μας. Μια απώλεια αφήνει πίσω της έναν
αλλοιωμένο ή τραυματισμένο άνθρωπο, και το τραύμα ή η αλλοίωση χρειάζεται χρόνο
επούλωσης, η διάρκεια του οποίου θα εξαρτηθεί από τη βαρύτητα του τραύματος
(όπως συχνά λέμε, ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα). Πέρα από την υγιή μορφή του
όμως, το πένθος μπορεί να λάβει παθολογικές διαστάσεις και να γίνει το ίδιο μια
μορφή ψυχικής νόσου, το λεγόμενο επιπεπλεγμένο πένθος. Το χρονικό όριο μεταξύ
των δύο τίθεται συνήθως στους έξι μήνες με ένα έτος, αλλά υπάρχουν και
εξαιρέσεις, που έχουν να κάνουν με την προσωπικότητα του πενθούντος, τις συνθήκες
του θανάτου και πολλούς άλλους παράγοντες.
Ιστορικά
η Ελβετίδα ψυχίατρος Elisabeth Kübler-Ross περιέγραψε τα στάδια των αντιδράσεων
σε μια απώλεια με την χαρακτηριστική πεντάδα: άρνηση/σοκ, θυμός/οργή,
διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή (που συνήθως σηματοδοτεί την λύση του
πένθους). Η σειρά δεν είναι πάντα η ίδια, ούτε είναι υποχρεωτικό το πέρασμα από
όλες αυτές τις φάσεις. Είναι όμως γεγονός ότι αν δεν φθάσει ο πενθών στην
αποδοχή, θα συνεχίσει να βιώνει το πένθος ως μια ψυχοπαθολογική κατάσταση π.χ.
μόνιμης άρνησης ή οργής ή κατάθλιψης.
Ζητώ την
κατανόηση των αναγνωστών για το θεωρητικό αυτό ‘μάθημα’, που το διδάχθηκα και
το δίδαξα επί πολλά χρόνια στο μεταπτυχιακό της Ανακουφιστικής Φροντίδας. Τα
παραπάνω έχουν σημασία για να προσεγγίσουμε την σιδηροδρομική τραγωδία των
Τεμπών και την όλη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην κοινωνία μας εξαιτίας
της. Κανείς δεν αρνείται την τραγικότητα τόσων θανάτων νέων ανθρώπων, η απώλεια
των οποίων μας αγγίζει όλους σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Κανείς δεν
αμφισβητεί επίσης την ανάγκη για δίκαια απόδοση ευθυνών, αλλά και για ανάληψη
πρωτοβουλιών για την πρόληψη/αποτροπή παρομοίων γεγονότων στο μέλλον. Ωστόσο,
όπως δεν είναι υγιής αντίδραση πένθους π.χ. η αυτοκτονία του πενθούντος ή η
εκδίκηση/βεντέτα, έτσι δεν είναι καθόλου υγιής αντίδραση στο συλλογικό τραύμα η
βίαια κατάλυση του κράτους και των θεσμών του.
Δυστυχώς στο
θέμα αυτό όλοι – οι μεμονωμένες εξαιρέσεις δεν αναιρούν την πραγματικότητα –
έχουν κάνει λάθος χειρισμούς: έχουν κάνει ό,τι μπορούσαν για να συντηρήσουν την
ατμόσφαιρα του παθολογικού πένθους, χωρίς να αφήνουν περιθώρια επούλωσης, αλλά
και χωρίς να ευνοούν συνθήκες εξυγίανσης και αποτελεσματικής πρόληψης.
Αντίθετα, με την απαξίωση και την αμφισβήτηση όλων των θεσμών (που δυστυχώς
καλλιεργείται και προάγεται ακόμη και από θεσμικούς παράγοντες όπως τα κόμματα,
για το δικό τους συμφέρον), βαθαίνουν το συλλογικό τραύμα και αφήνουν μια χαίνουσα
πληγή, πάνω στην οποία (όπως στα επιμολυσμένα τραύματα) βρίσκουν πρόσφορο
έδαφος ανάπτυξης κάθε είδους μικρόβια και παράσιτα, πάντα με δυσμενείς
συνέπειες για τον πάσχοντα οργανισμό. Εν προκειμένω για τη χώρα, δηλαδή για
όλους μας.