Άκουσα πρόσφατα για μια εταιρεία προμήθειας ιατρικού εξοπλισμού. Το ελληνικό δημόσιο της χρωστάει 17 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία θα της ‘εξοφλήσει’ με ομόλογο διάρκειας 30 ετών και με ‘κούρεμα’ 53%. Ποια επιχείρηση μπορεί να επιβιώσει με τέτοιους όρους; Όπως μου είπε αυτός που μου τη διηγήθηκε, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς πρέπει να κοστολογεί τα προϊόντα του υπερτιμολογημένα κατά 450% για να βγάζει τα έξοδά του.
Η υπερτιμολόγηση των ιατρικών ειδών στην Ελλάδα είναι ένα γνωστό φαινόμενο. Όλοι ακούμε και γνωρίζουμε ιστορίες για το πόσο ακριβότερα χρεώνονται στη χώρα μας υλικά και εργαλεία που έξω τα βρίσκει κανείς πολύ πιο φθηνά. Και βέβαια η συνηθισμένη απάντηση-εξήγηση του φαινομένου είναι η ιστορία που προαναφέραμε: πότε θα πληρωθεί ο λογαριασμός; Σε τριάντα χρόνια θα ζει ο έμπορος για να εισπράξει όσα του οφείλει το κράτος;
Είναι όμως αυτή η μόνη εξήγηση; Σε μια αγορά άκρως ανταγωνιστική (κάτι ανάλογο με τη βιομηχανία των στρατιωτικών εξοπλισμών) η επιλογή του πιο κατάλληλου, του πιο συμφέροντος υλικού δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι διαφορές συχνά είναι μικρές και η προτίμηση για το Α ή το Β είναι δύσκολο να στηριχθεί σε αντικειμενικά δεδομένα: και τα δυο κάνουν τη δουλειά τους καλά. Οι εταιρείες παραγωγής, που γνωρίζουν τις συνθήκες της αγοράς, προσπαθούν να γείρουν την πλάστιγγα της επιλογής ρίχνοντας το ανάλογο ‘λαδάκι’ σε πρόσωπα (συχνά περισσότερα από ένα) που θα επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα. Φυσικά μια τέτοια ‘μαύρη’ δαπάνη βαρύνει τον συνολικό λογαριασμό, δηλ. το δημόσιο.
Ωστόσο, υπάρχει κι ακόμη ένας παράγων, πολύ πιο κοντά στη δική μας πραγματικότητα, ως χρηστών και παραγγελιοδόχων του συστήματος υγείας. Το δημόσιο αδυνατεί να πληρώσει τις οφειλές του διότι αυτές έχουν διογκωθεί με την αλόγιστη αναγραφή εξετάσεων και φαρμάκων, συχνά χωρίς τις απαραίτητες ενδείξεις. Ας αφήσουμε στην άκρη την κερδοσκοπία (= αναγραφή εξετάσεων από τις οποίες έχουμε άμεσο όφελος). Είναι πολύ συνηθισμένο, ακόμη και με τις σημερινές συνθήκες, να παραγγέλλονται εξετάσεις που υποκαθιστούν την ιατρική σκέψη, ή για ψύλλου πήδημα, ή επειδή «έτσι μάθαμε» (π.χ. ‘εργαστηριακά ρουτίνας’ μέρα παρά μέρα ή και κάθε μέρα σε νοσηλευόμενους ασθενείς αντί να εξετάζεται κλινικά ο ασθενής και να ζητούνται μόνο τα όντως απαραίτητα). Όταν το δημόσιο έχει φτάσει να μη μπορεί να καλύψει ακόμη και τα στοιχειώδη, θα πρέπει να αναρωτηθούμε με ειλικρίνεια πόσο συμβάλαμε ο καθένας μας στη δημιουργία του τεράστιου αυτού ελλείμματος.
Θα κλείσω με μια σκέψη που μου έβαλε πρόσφατα μια ασθενής, από ιατρική οικογένεια. «Οι εξετάσεις μου θα επιβαρύνουν το δημόσιο;» με ρώτησε. «Ναι, εφόσον είστε ασφαλισμένη», της απάντησα. «Αφού μπορώ να τις πληρώσω, γιατί να τις γράψουμε στο ταμείο;» με ξαναρώτησε. «Με τον τρόπο αυτό εμείς οι πιο πλούσιοι δεν κλέβουμε έμμεσα τους πιο φτωχούς;» Ομολογώ ότι δεν το είχα σκεφθεί, και δεν μπόρεσα να βρω κατάλληλη απάντηση καθώς προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω την πικρή αλήθεια των όσων μου έλεγε.
2 σχόλια:
Μπράβο στην ασθενή που σκέφθηκε το ταμείο, δηλαδή τους συνασφαλισμένους της, δηλαδή του συνανθρώπους της!!!!!Αυτό θ πει κιμπαρλίκι!!!!
θερμά συγχαρητήρια στην ασθενή! Και σε σένα γιατρέ που μας το κοινοποίησες.
Δημοσίευση σχολίου