Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Καλοκαίρι

 
Παραβλέπουμε την ημερομηνία. Η μετεωρολογική πραγματικότητα δεν έχει σχέση με τα αστρονομικά δεδομένα. Απριλομάης ο καιρός, η θέα από τη μικρή νησιωτική γωνιά της Θεσσαλονίκης θυμίζει περισσότερο Ιούνιο και κάτι. Η θάλασσα κυματίζει όσο και το χύμα λευκό κρασί στο ποτήρι μας. Σε προκαλεί να την πιείς. Ο κόσμος έξω, αψηφώντας τον ήλιο που χτυπάει κατακούτελα. Ο πρώτος που μας καλωσορίζει στο γνωστό παραθαλάσσιο τοπίο είναι ένας... βαρκάρης ερωδιός. Στέκεται ευθυτενής και αγέρωχος στο ακρόπρωρο της βάρκας που έχει οικειοποιηθεί, και κάθε τόσο μας προσφέρει μια διαφορετική όψη του. Προσπαθώ να τον απαθανατίσω όσες φορές γίνεται, έστω και με τον ήλιο ανάποδα. Πιο πέρα κάμποσοι γλάροι λικνίζονται στο κύμα ή διακοσμούν τα φωτιστικά της παραλίας, κάνοντας κάθε τόσο και μια υπέρπτηση. Στο βάθος ένα σμήνος από σκάφη Όπτιμιστ κάνουν μεσημβρινή προπόνηση, ενώ αχνοφαίνεται η σιλουέτα ενός μεγάλου φορτηγού πλοίου που πλησιάζει. Η όλη ατμόσφαιρα θερινή, γιορταστική, πλήθος στα τραπέζια, το προσωπικό σε αέναη κίνηση, σχεδόν δεν δίνει σημασία σε άλλους δυο που θέλησαν να φάνε έξω. Νοερά κάνω τη σύγκριση μ’ ένα βράδυ στην αρχή της άνοιξης που ήμασταν όλοι κι όλοι πέντε άνθρωποι επί δυο ώρες, στον ίδιο χώρο. Άλλη εποχή, άλλες συνθήκες. Ας είναι, δουλειά να υπάρχει. Βάζουμε άτυπα ένα χρονικό όριο για να μας εξυπηρετήσουν: στα δέκα λεπτά έχει έρθει ψωμί στο τραπέζι, στα είκοσι έχουμε επιτέλους δώσει παραγγελία. Δεν μας πειράζει να περιμένουμε κι άλλο: η θέα γύρω είναι πραγματικά μαγευτική. Θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε σε οποιαδήποτε ακτή της Ελλάδος ή και ολόκληρης της Μεσογείου, ενώ απέχουμε μόλις δέκα λεπτά από το κέντρο της πόλης. ‘Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα’ τραγουδάει ένας ηλικιωμένος κιθαρίστας από τραπέζι σε τραπέζι. Το φαγητό--καλοκαιρινό κι αυτό--έρχεται σε δόσεις: μικτή σαλάτα με βραστά λαχανικά, σαρδέλα ψητή, μελιτζάνα με τυρί, μύδια, τηγανητά κολοκυθάκια. Πανδαισία. ‘Εύφρανας ημάς, Κύριε, εν τοις ποιήμασί σου’. Ο ερωδιός σηκώνεται από το στέκι του, κάνει μια χαμηλή μεγαλόπρεπη πτήση σχεδόν ξυστά στο νερό προς το μέρος του ήλιου, επιστρέφει ξανά στη βάρκα. Μια ακόμη ομάδα από ιστιοπλόους σαλπάρει δίπλα μας. Το μεγάλο φορτηγό έχει πλέον μπει στο λιμάνι και άραξε. Μια παρέα σηκώνεται να φύγει, κι ένα σμήνος σπουργίτια αναλαμβάνουν άφοβα να καθαρίσουν το τραπέζι τους, πάνω και κάτω. Τρία μικρά παίζουν ανάμεσα στα καθίσματα με τον σκύλο του καταστήματος. Όλα χαλαρά, χωρίς ένταση, χωρίς άγχος--φαινομενικά τουλάχιστον. Ανάπαυλα, ανανέωση για την καινούργια εβδομάδα από αύριο. Κορεσμένοι από φαγητό και εικόνες οδοιπορούμε για λίγο στην παραλία ανάμεσα σε ποδηλάτες, ψαράδες και περιπατητές, γλάρους και άλλα σπουργίτια, ρουφώντας το πανόραμα του λιμανιού της πόλης μας. Τι μας λείπει, αλήθεια; Δικαιούμαστε να είμαστε γκρινιάρηδες, μίζεροι, αχάριστοι σε τέτοιο τόπο; ‘Ενεπλήσθημεν του ελέους σου, Κύριε, έδωκας ευφροσύνην εις τας καρδίας ημών’.   
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: