Μιλάς με ανθρώπους, ακούς ειδήσεις, πληροφορείσαι γεγονότα, και μαυρίζει η ψυχή σου. Σε ατομικό, τοπικό, δημόσιο, διεθνές επίπεδο. Από το τυφλό σημερινό φονικό ‘γάζωμα’ νέων ανθρώπων (άσχετα με την ιδεολογία τους) στην Αθήνα, μέχρι την ανάγνωση ότι από τους ποικίλους οργανισμούς και φορείς που--υποτίθεται--έχουν καταργηθεί εδώ και τρία χρόνια οι περισσότεροι συνεχίζουν να υπάρχουν και να επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό (που πάλι δεν βγαίνει). Ποιος δουλεύει ποιον; Ακούς ‘διαθέσιμους’ συναδέλφους να εκφράζονται με τον χειρότερο τρόπο για το σύστημα που «δεν του αξίζει ούτε μια 17 Νοέμβρη», όπως μου είπε κάποια σήμερα. Υπάρχει διέξοδος από τον λαβύρινθο;
‘Μετά το πυρ και τον συσσεισμόν, φωνή αύρας λεπτής’ το παρακάτω περιστατικό που άκουσα σήμερα. Θυμίζει συναξάρια και αγιορειτικές ιστορίες άλλων εποχών. Ένας πολύτεκνος ευσεβής αγρότης και παραγωγός έστησε πρωί-πρωί τον πάγκο του σε λαϊκή αγορά. Ακούγοντας την καμπάνα της διπλανής εκκλησίας, πήγε να ανάψει κερί. Δεν υπήρχε ακόμη ψάλτης, κι έτσι έκανε τον αναγνώστη στον ιερέα που τελούσε τον όρθρο. Η ώρα περνούσε, κι εκείνος δεν έφευγε. Άρχισε η λειτουργία, είπε μέσα του κάποια στιγμή «Ποιος ξέρει τί να γίνεται στην αγορά;», αλλά έμεινε στη θέση του. Όταν απέλυσε, πήγε στον πάγκο του, που ήταν σχεδόν άδειος. Ένας άγνωστος τον πλησίασε και του έβαλε στο χέρι κάποια χρήματα. «Αυτά είναι από τις πωλήσεις σου», του είπε, και απομακρύνθηκε. Ο πωλητής ρώτησε τους διπλανούς: κανένας δεν τον ήξερε, αλλά όλη την ώρα που έλειπε εκείνος είχε πουλήσει την πραμάτεια του. Και ύστερα εξαφανίσθηκε. Νά ήταν ο άγιος της ημέρας;
Και θυμήθηκα εκείνο το «εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε...» του Χριστού. Έλα όμως που εμείς ‘διακρινόμεθα’, τα περνάμε όλα από το κόσκινο της δικής μας ‘λογικής’... Που έχει αποδειχθεί αδιέξοδη. Ως πότε;
‘Μετά το πυρ και τον συσσεισμόν, φωνή αύρας λεπτής’ το παρακάτω περιστατικό που άκουσα σήμερα. Θυμίζει συναξάρια και αγιορειτικές ιστορίες άλλων εποχών. Ένας πολύτεκνος ευσεβής αγρότης και παραγωγός έστησε πρωί-πρωί τον πάγκο του σε λαϊκή αγορά. Ακούγοντας την καμπάνα της διπλανής εκκλησίας, πήγε να ανάψει κερί. Δεν υπήρχε ακόμη ψάλτης, κι έτσι έκανε τον αναγνώστη στον ιερέα που τελούσε τον όρθρο. Η ώρα περνούσε, κι εκείνος δεν έφευγε. Άρχισε η λειτουργία, είπε μέσα του κάποια στιγμή «Ποιος ξέρει τί να γίνεται στην αγορά;», αλλά έμεινε στη θέση του. Όταν απέλυσε, πήγε στον πάγκο του, που ήταν σχεδόν άδειος. Ένας άγνωστος τον πλησίασε και του έβαλε στο χέρι κάποια χρήματα. «Αυτά είναι από τις πωλήσεις σου», του είπε, και απομακρύνθηκε. Ο πωλητής ρώτησε τους διπλανούς: κανένας δεν τον ήξερε, αλλά όλη την ώρα που έλειπε εκείνος είχε πουλήσει την πραμάτεια του. Και ύστερα εξαφανίσθηκε. Νά ήταν ο άγιος της ημέρας;
Και θυμήθηκα εκείνο το «εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε...» του Χριστού. Έλα όμως που εμείς ‘διακρινόμεθα’, τα περνάμε όλα από το κόσκινο της δικής μας ‘λογικής’... Που έχει αποδειχθεί αδιέξοδη. Ως πότε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου