Δύσκολο πράγμα για οποιονδήποτε άνθρωπο να αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να μειώσει τις προηγούμενες δραστηριότητές του, είτε αυτές λέγονται επαγγελματικές είτε αναψυχής είτε χόμπι είτε οτιδήποτε άλλο: νιώθει ότι κάτι στερείται, ότι είναι πλέον αδύναμος, άχρηστος, ‘ξωφλημένος’. Ακόμη πιο δύσκολο είναι να απομακρυνθούν από τη δημόσια ζωή όσοι έμαθαν να ζουν μέσα σ‘ αυτή, να έχουν λόγο και συμμετοχή στα κοινά, να αποζητείται η γνώμη τους για θέματα σοβαρά και σημαντικά. Να όμως που έρχονται τέτοιες στιγμές που, είτε παροδικά είτε μόνιμα, πρέπει να αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει ένα όριο στις δυνάμεις μας, πέρα από το οποίο αδυνατούμε να εκπληρώσουμε κάποιον προηγούμενο ρόλο ή, αν επιμένουμε να προσπαθούμε, αποτυγχάνουμε ή και γελοιοποιούμαστε. Μπορεί η ηλικία από μόνη της να μην είναι απαραίτητα περιοριστικός παράγων, αλλά συνήθως συνοδεύεται από εκπτώσεις των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων («ου γαρ έρχεται μόνον…»). Κι αν ο ίδιος ο πάσχων δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει τις μεταβολές και να αποσυρθεί ευσχήμως και στον κατάλληλο χρόνο, θα πρέπει να γίνεται αυτό με την παρέμβαση κάποιου υπευθύνου προσώπου (συγγενούς, προϊσταμένου, συναδέλφου) που βλέπει πώς έχουν τα πράγματα, και σίγουρα δεν θέλει να δει έναν άξιο μέχρι πρό τινος άνθρωπο να εκτίθεται στα μάτια του κοινού, ή να κάνει σφάλματα που μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες. Κι επειδή οι αρρώστιες, ακόμη και οι νοητικές διαταραχές, δεν κάνουν εξαιρέσεις με βάση τις γνώσεις, την ευφυΐα ή την προσωπική αξία των ανθρώπων, τέτοια φαινόμενα μπορούν να παρατηρηθούν σε λαϊκούς και κληρικούς, σε υπουργούς και επιχειρηματίες, σε επιστήμονες και καλλιτέχνες, και θα πρέπει να οδηγούν σε έγκαιρη και εύσχημη απόσυρση. Η πεισματική πεποίθηση του πάσχοντος ότι «έχω ακόμη έργο να κάνω», συχνά σε συνδυασμό με τις κολακευτικές προτροπές φίλων, οπαδών ή συνεργατών (που δεν θέλουν να αλλάξει ένα καθεστώς, με το οποίο είναι εξοικειωμένοι και βολεύονται), κάνει να βλέπουμε να διατηρούνται στη δημόσια ζωή πρόσωπα κατά πάντα σεβαστά για το παρελθόν τους, πλην όμως αδύναμα πλέον να εκπληρώσουν στοιχειωδώς κάποιον κοινωνικό ρόλο. Όλοι φοβούνται ότι χωρίς αυτούς τα πράγματα δεν θα είναι όπως πριν, αλλά βέβαια η πείρα μας λέει ότι κανένας δεν είναι αναντικατάστατος (άλλωστε, όπως λέμε, τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από δαύτους…). Κι εδώ συχνά είναι ευθύνη και ημών των ιατρών να υποδεικνύουμε (να εξαναγκάσουμε δεν μπορούμε) στους ασθενείς μας τα όριά τους, χρησιμοποιώντας μια παραλλαγή εκείνης της προτροπής («Κάτθανε, Διαγόρα, ουκ εις Όλυμπον αναβήση») που φώναξε ένας Σπαρτιάτης στον αρχαίο Ολυμπιονίκη με τους τρεις νικητές γιους του: «Καιρός να κάτσεις στο σπίτι σου, Διαγόρα». Αν βέβαια είναι διατεθειμένοι να μας ακούσουν.
1 σχόλιο:
Σωστά. Ουδείς αναντικατάστατος.
Δημοσίευση σχολίου