Με νωπά τα βιώματα από την μετοχή στην προχθεσινή ακολουθία των Εγκωμίων του Αγ. Δημητρίου, ξαναθυμούμαι μια συγκινητική αφήγηση του Συμεών του Μεταφραστού για τον Άγιο, που καταγράφεται στο Μηναίο του Οκτωβρίου, και την παραθέτω σε ελεύθερη διασκευή [την έγραψα πέρυσι ΕΔΩ].
‘Κάποιος Ιλλούστριος, αξιωματούχος που ήταν προϊστάμενος στον ναό του Αγίου, ήταν πολύ ενάρετος άνθρωπος. Αυτός, τον καιρό του πολέμου των Αβάρων επί βασιλέως Μαυρικίου, είδε (σε όραμα) δυο μεγαλόπρεπους άνδρες που ήρθαν στο ναό και ζήτησαν από τον υπηρέτη να τους παρουσιάσει στον κύριο του οίκου. Καθώς εκείνος τους έμπασε στο ναό, εμφανίσθηκε από τη λάρνακά του ο Άγιος και τους ρώτησε τι επιθυμεί ο Βασιλεύς. Εκείνοι του αποκρίθηκαν ότι ο Βασιλεύς διατάζει την αγιωσύνη σου να αφήσεις την πόλη και να πας προς εκείνον, διότι η πόλη θα πέσει στους εχθρούς. Όταν άκουσε τα λόγια αυτά, ο Άγιος δάκρυσε και έγειρε το κεφάλι και έμεινε πολλή ώρα άφωνος από το βάρος της λύπης για όσα άκουσε, και ο υπηρέτης είπε στους δυο άνδρες: «Αδελφοί, αν ήξερα ότι η παρουσία σας θα δυσαρεστούσε τόσο πολύ τον κύριό μου, δεν θα σας οδηγούσα σ’ αυτόν». Και τότε μόνο ο Άγιος είπε: «Αλήθεια, αυτό θέλησε; Αυτό επιθυμεί ο Κύριος και Δεσπότης των όλων, μια τέτοια πόλη που την εξαγόρασε με το αίμα του να την αφήσει στα χέρια εκείνων που δεν τον γνωρίζουν;»
Όταν εκείνοι απάντησαν ότι αυτό ήταν το θέλημά του, ο συμπαθέστατος Μάρτυρας τους είπε να πάνε την ακόλουθη απόκριση στον Δεσπότη: «Γνωρίζω τους οικτιρμούς σου, φιλάνθρωπε Κύριε, ότι πάντα νικούν την αγανάκτησή σου, που την υποδαυλίζουν οι αμαρτίες μας. Γνωρίζω ότι συ έδωσες τη ζωή σου για τους αμαρτωλούς κι έχυσες το αίμα σου γι’ αυτούς, και ότι η καλοσύνη σου δεν εμποδίζεται από τις αμαρτίες μας. Κι επειδή έβαλες κι εμένα φύλακα αυτής της πόλης, θα μιμηθώ εσένα τον Δεσπότη: θα θυσιάσω την ψυχή μου γι’ αυτούς, κι αν χαθούν θα χαθώ μαζί τους, διότι η πόλη επικαλείται το όνομά σου και οι άνθρωποί της δεν απομακρύνθηκαν από σένα, αν και αμάρτησαν, και διότι συ είσαι Θεός των μετανοούντων». Και τότε οι άνδρες είπαν: «Αυτά να πούμε στον Βασιλέα που μας έστειλε;», κι εκείνος απάντησε «Αυτά να πείτε», και μόλις τα είπε ξαναγύρισε στο κοιμητήριό του και έκλεισε το ιερό κιβώτιο μπροστά στους αγγελιοφόρους, που αναχώρησαν.
Όταν είδε και άκουσε αυτά ο ιερός Ιλλούστριος, βγήκε αμέσως και έτρεξε να ενθαρρύνει όσους είχαν μείνει στην πόλη, που ήσαν κατατρομαγμένοι από την προηγηθείσα λοιμώδη νόσο και την έφοδο των εχθρών και βρίσκονταν σε αμηχανία και αδράνεια, και τους έπεισε ότι ο Άγιος είναι μαζί τους και ότι θα σωθούν με τη δική του πρεσβεία. Και αυτό απέδειξε στη συνέχεια η εξέλιξη των γεγονότων’.
‘Κάποιος Ιλλούστριος, αξιωματούχος που ήταν προϊστάμενος στον ναό του Αγίου, ήταν πολύ ενάρετος άνθρωπος. Αυτός, τον καιρό του πολέμου των Αβάρων επί βασιλέως Μαυρικίου, είδε (σε όραμα) δυο μεγαλόπρεπους άνδρες που ήρθαν στο ναό και ζήτησαν από τον υπηρέτη να τους παρουσιάσει στον κύριο του οίκου. Καθώς εκείνος τους έμπασε στο ναό, εμφανίσθηκε από τη λάρνακά του ο Άγιος και τους ρώτησε τι επιθυμεί ο Βασιλεύς. Εκείνοι του αποκρίθηκαν ότι ο Βασιλεύς διατάζει την αγιωσύνη σου να αφήσεις την πόλη και να πας προς εκείνον, διότι η πόλη θα πέσει στους εχθρούς. Όταν άκουσε τα λόγια αυτά, ο Άγιος δάκρυσε και έγειρε το κεφάλι και έμεινε πολλή ώρα άφωνος από το βάρος της λύπης για όσα άκουσε, και ο υπηρέτης είπε στους δυο άνδρες: «Αδελφοί, αν ήξερα ότι η παρουσία σας θα δυσαρεστούσε τόσο πολύ τον κύριό μου, δεν θα σας οδηγούσα σ’ αυτόν». Και τότε μόνο ο Άγιος είπε: «Αλήθεια, αυτό θέλησε; Αυτό επιθυμεί ο Κύριος και Δεσπότης των όλων, μια τέτοια πόλη που την εξαγόρασε με το αίμα του να την αφήσει στα χέρια εκείνων που δεν τον γνωρίζουν;»
Όταν εκείνοι απάντησαν ότι αυτό ήταν το θέλημά του, ο συμπαθέστατος Μάρτυρας τους είπε να πάνε την ακόλουθη απόκριση στον Δεσπότη: «Γνωρίζω τους οικτιρμούς σου, φιλάνθρωπε Κύριε, ότι πάντα νικούν την αγανάκτησή σου, που την υποδαυλίζουν οι αμαρτίες μας. Γνωρίζω ότι συ έδωσες τη ζωή σου για τους αμαρτωλούς κι έχυσες το αίμα σου γι’ αυτούς, και ότι η καλοσύνη σου δεν εμποδίζεται από τις αμαρτίες μας. Κι επειδή έβαλες κι εμένα φύλακα αυτής της πόλης, θα μιμηθώ εσένα τον Δεσπότη: θα θυσιάσω την ψυχή μου γι’ αυτούς, κι αν χαθούν θα χαθώ μαζί τους, διότι η πόλη επικαλείται το όνομά σου και οι άνθρωποί της δεν απομακρύνθηκαν από σένα, αν και αμάρτησαν, και διότι συ είσαι Θεός των μετανοούντων». Και τότε οι άνδρες είπαν: «Αυτά να πούμε στον Βασιλέα που μας έστειλε;», κι εκείνος απάντησε «Αυτά να πείτε», και μόλις τα είπε ξαναγύρισε στο κοιμητήριό του και έκλεισε το ιερό κιβώτιο μπροστά στους αγγελιοφόρους, που αναχώρησαν.
Όταν είδε και άκουσε αυτά ο ιερός Ιλλούστριος, βγήκε αμέσως και έτρεξε να ενθαρρύνει όσους είχαν μείνει στην πόλη, που ήσαν κατατρομαγμένοι από την προηγηθείσα λοιμώδη νόσο και την έφοδο των εχθρών και βρίσκονταν σε αμηχανία και αδράνεια, και τους έπεισε ότι ο Άγιος είναι μαζί τους και ότι θα σωθούν με τη δική του πρεσβεία. Και αυτό απέδειξε στη συνέχεια η εξέλιξη των γεγονότων’.
1 σχόλιο:
Επίκαιρη η ανάρτηση και φέτος, όπως και το 2010. Εύστοχος και ο τίτλος. Ο πολιούχος μας είναι συμπαθέστατος σέ όλους τους Έλληνες και κυρίως στους Θεσσαλονικείς κοντά στα άλλα και διότι πάσχει μαζί μας, τώρα όπως και πάντοτε.
Δημοσίευση σχολίου