Αν η φιλοσοφία, κατά τους αρχαίους, είναι μελέτη θανάτου, τότε σίγουρα δεν υπάρχει καλύτερο ‘βοήθημα’ για τη μελέτη αυτή από την Ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία. Κι όταν αυτή ψάλλεται ορθά, χωρίς συντμήσεις και βιασύνες, αφήνει την πιο ουσιαστική ανάμνηση του γεγονότος της εκδημίας ενός ανθρώπου και λειτουργεί ως αντίδοτο στη φυσική λύπη της απώλειας του προσφιλούς.
Την εμπειρία αυτή ζήσαμε σήμερα στους Αγίους Αποστόλους με αφορμή τον τελευταίο ασπασμό στον θείο Γρηγόρη που έφυγε χθες, στα 92 του χρόνια, μετά από μακροχρόνια δοκιμασία ασθενείας και ανημπορίας. Παραθέτω τον σύντομο χαιρετισμό που μας έστειλαν από την Αμερική τα αδέλφια μας (και που εκφράζει τα συναισθήματα όλων μας), καθώς και κάποιες προσωπικές μου μνήμες. Ο Θεός να τον αναπαύσει!
Την εμπειρία αυτή ζήσαμε σήμερα στους Αγίους Αποστόλους με αφορμή τον τελευταίο ασπασμό στον θείο Γρηγόρη που έφυγε χθες, στα 92 του χρόνια, μετά από μακροχρόνια δοκιμασία ασθενείας και ανημπορίας. Παραθέτω τον σύντομο χαιρετισμό που μας έστειλαν από την Αμερική τα αδέλφια μας (και που εκφράζει τα συναισθήματα όλων μας), καθώς και κάποιες προσωπικές μου μνήμες. Ο Θεός να τον αναπαύσει!
Αγαπημένε μας Θείε Γρηγόρη,
Την ώρα που πετάς για τα ουράνια, δέξου από μας τ’ ανήψια σου τον τελευταίο χαιρετισμό. Με μάτια βουρκωμένα σε βλέπουμε να μας φεύγεις για κει που πραγματικά ανήκεις. Μας έφευγες σιγά-σιγά, όλα αυτά τα τελευταία μαρτυρικά χρόνια. Τώρα ήρθε η στιγμή για το οριστικό αντίο.
Θα μας λείψεις, αλλά το ξέρουμε, θάσαι όμορφα εκεί με όλους τους αγαπημένους σου, τον αδερφό σου, τους γονείς σου, κι όλους αυτούς που έφυγαν πριν από σένα.
Θα μας λείψει το φωτεινό σου χαμόγελο, εκείνο το σφύριγμά σου το κλέφτικο όταν μας καλούσες να πάμε εκδρομή, κι εμείς τρέχαμε να βγούμε μαζί σου για το Χορτιάτη, την Περαία, τη Ραψάνη, κι όπου αλλού μας ήθελες να μας ταξιδέψεις, γιατί ξέραμε ότι θα περάσουμε καλά.
Ήσουν αρχοντικός, έδινες απλόχερα, μας έδωσες την καρδιά σου. Μας έκανες να νιώθουμε όμορφα. Μας μιλούσες χωρίς να μιλάς πολύ. Μας μιλούσε η καρδιά σου. Κι εμείς απολαμβάναμε.
Τώρα, μετά τα βάσανα και τον πόνο των τελευταίων χρόνων, ήρθε ο καιρός να χαρείς κι εσύ την αιώνια χαρά που σου έχει ετοιμάσει ο Κύριος των όλων.
Σε χαιρετούμε, κι ευχόμαστε καλή αντάμωση
Τα ανήψια σου
Την ώρα που πετάς για τα ουράνια, δέξου από μας τ’ ανήψια σου τον τελευταίο χαιρετισμό. Με μάτια βουρκωμένα σε βλέπουμε να μας φεύγεις για κει που πραγματικά ανήκεις. Μας έφευγες σιγά-σιγά, όλα αυτά τα τελευταία μαρτυρικά χρόνια. Τώρα ήρθε η στιγμή για το οριστικό αντίο.
Θα μας λείψεις, αλλά το ξέρουμε, θάσαι όμορφα εκεί με όλους τους αγαπημένους σου, τον αδερφό σου, τους γονείς σου, κι όλους αυτούς που έφυγαν πριν από σένα.
Θα μας λείψει το φωτεινό σου χαμόγελο, εκείνο το σφύριγμά σου το κλέφτικο όταν μας καλούσες να πάμε εκδρομή, κι εμείς τρέχαμε να βγούμε μαζί σου για το Χορτιάτη, την Περαία, τη Ραψάνη, κι όπου αλλού μας ήθελες να μας ταξιδέψεις, γιατί ξέραμε ότι θα περάσουμε καλά.
Ήσουν αρχοντικός, έδινες απλόχερα, μας έδωσες την καρδιά σου. Μας έκανες να νιώθουμε όμορφα. Μας μιλούσες χωρίς να μιλάς πολύ. Μας μιλούσε η καρδιά σου. Κι εμείς απολαμβάναμε.
Τώρα, μετά τα βάσανα και τον πόνο των τελευταίων χρόνων, ήρθε ο καιρός να χαρείς κι εσύ την αιώνια χαρά που σου έχει ετοιμάσει ο Κύριος των όλων.
Σε χαιρετούμε, κι ευχόμαστε καλή αντάμωση
Τα ανήψια σου
Προσωπικές αναμνήσεις
Από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας, τα πρόσωπα που έχουμε στο κάδρο της ζωής μας δίπλα στους γονείς είναι οι θείοι μας Γρηγόρης και Άννα. Ας αφιερώσουμε τον λόγο στον πρώτο που αναχώρησε χθες από τον κόσμο αυτό πλήρης ημερών (κόντευε τα 92), αφήνοντας πίσω μαζί με τη θεία Άννα κι ένα πλήθος αναμνήσεων. Καθόλου παράξενο: μεγαλώσαμε τόσο μέσα στο σπίτι τους όσο και στο δικό μας. Μας φρόντισαν και οι δυο με πολλή αγάπη, σαν τα παιδιά που εκείνοι δεν είχαν, πλούσιοι σε συναισθήματα και απλόχεροι στο μοίρασμά τους.
Ο θείος Γρηγόρης έλεγε αυτοσαρκαζόμενος: «Εγώ τις τάξεις του Γυμνασίου τις έκανα από δυο φορές, για να μάθω τα γράμματα καλύτερα». Αφήνοντας τις λόγιες και πνευματικές ενασχολήσεις στον αδελφό του (τον πατέρα μας), ο ίδιος απέκτησε την πρακτική σοφία και πείρα της καθημερινής ζωής στον εμπορικό κόσμο του Βαρδαρίου όπου έζησε και εργάσθηκε όλη τη ζωή του. Υπεραναπλήρωνε τον τόπο του πατέρα μας εκεί όπου εκείνος, λόγω της ιερατικής του ιδιότητος, δεν μπορούσε να μας συνοδεύει. Μας πήγαινε εκδρομές για πεζοπορία στον Χορτιάτη, για σουβλάκια στο δάσος Κουρί, για θαλασσινά μπάνια (μετά σχετικού γεύματος) στην Περαία, καμιά φορά στον κινηματογράφο. Μας φιλοξενούσε τις ελεύθερες ώρες μας στο μαγαζί, εξασφαλίζοντάς μας παιχνίδια εκ των ιδίων, Μίκι Μάους και σοκολάτες από το απέναντι περίπτερο του κυρ-Γιάννη και μπουγάτσα με κιμά από το διπλανό μπουγατσατζίδικο. Σχεδόν τίποτε από αυτά δεν έχει μείνει, ούτε τα καταστήματα ούτε οι άνθρωποι: ήταν από τους τελευταίους της εποχής του. Όταν λίγο μεγαλώσαμε, τον βοηθούσαμε περιστασιακά στις πωλήσεις (εκεί περιορίσθηκε η ενασχόλησή μου με το εμπόριο), στο τύλιγμα πακέτων, στο ξεφόρτωμα πιατικών και ποτηριών και στο καθάρισμα του υπογείου από τα νερά όταν πλημμύριζε από καμιά νεροποντή.
Ήταν άνθρωπος με μεγάλη θέληση, αλλά και πειθαρχία στη ζωή του. Ήταν ο μόνος που κάπνιζε στο οικογενειακό μας περιβάλλον, αλλά μια μέρα – θα ήμουν κάπου στα δώδεκα – τον είδα χωρίς τσιγάρο. «Τι έγινε;» τον ρωτάω. «Άσε», μου λέει, «εγώ κάποτε ανέβαινα τα σκαλιά της οικοδομής τέσσερα-τέσσερα, τώρα άρχισα να ξεφυσάω. Τέρμα το κάπνισμα!». Αυτό ήταν, και για τα υπόλοιπα πενήντα χρόνια της ζωής του δεν το άγγιξε ούτε μια φορά, με αποτέλεσμα να μπορεί να εργάζεται ακούραστα σχεδόν μέχρι τα ογδόντα. Παρόλο που ζούσε και δούλευε μέσα στον κόσμο του Βαρδαρίου, δεν τον άκουσα ποτέ να χυδαιολογεί ή να βωμολοχεί. Όταν πέθανε η γιαγιά Μαρίκα (η μητέρα του), έκλεισε την τηλεόραση (που ήταν προσφιλής βραδινή ασχολία του) για σαράντα μέρες. Μάταια εμείς καθόμασταν στη γωνιά του σαλονιού περιμένοντας μήπως κάνει κάποια εξαίρεση· εκείνος διάβαζε την εφημερίδα του χωρίς να μας δίνει σημασία. Έφτανε έντεκα, το παίρναμε απόφαση και πηγαίναμε για ύπνο. Τι θυμάται ο άνθρωπος…
Όταν φτάσαμε σε νόμιμη ηλικία, έκανε σε όλους μας δώρο τα μαθήματα και το δίπλωμα οδήγησης, και μας δίδαξε στην πράξη (να είναι καλά εκείνο το λευκό Πεζώ 404 και ο διάδοχός του, το χρυσαφί 304) όσα δεν μαθαίναμε από τους επαγγελματίες εκπαιδευτές. «Είναι εύκολο να πατάς το γκάζι», έλεγε. «Να πηγαίνεις σιγά και με υπομονή είναι το δύσκολο». Επαναλάμβανε το μάθημα («Σταμάτα εδώ! Ξεκίνα! Σταμάτα ξανά!») μέχρι να το εμπεδώσουμε. Το παλιό Πεζώ ασφαλώς θα είχε να διηγηθεί πολλά τέτοια διδάγματα.
Στην παιδεία του ήταν καμιά φορά τραχύς αλλά αποτελεσματικός. Κάποτε μικροί στο αμπέλι της Περαίας ο Γιάννης κι εγώ τσακωνόμασταν με ‘μήλο της έριδος’ ένα αυτοκινητάκι Matchbox (ακριβό παιχνίδι: τριάντα ολόκληρες δραχμές έκανε την εποχή εκείνη). Μια παρατήρηση, δεύτερη παρατήρηση, την τρίτη φορά μας το παίρνει από τα χέρια και το εκσφενδονίζει με την καθόλου μικρή δύναμή του (νέος είχε ασχοληθεί και με την πυγμαχία) δυο χωράφια πιο μακριά. Οι δυο μας λουφάξαμε κατακόκκινοι από ντροπή και από φόβο, μια και το επόμενο παιδαγωγικό βήμα ασφαλώς θα ήταν επώδυνο για τα… οπίσθιά μας.
Είχαμε διαφορετικά ενδιαφέροντα, ιδίως στη μουσική. Όταν έπιανα στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου κλασική μουσική, περίμενε λίγα δευτερόλεπτα και με ρωτούσε: «Αντώνη, πού σκοτώνουν άνθρωπο;» Ήταν το σήμα για να αλλάξω σταθμό σε κάτι πιο ‘ελληνικό’. Ωστόσο, κάποτε που είχα συνδρομή στην αγγλική έκδοση του National Geographic, έπιανε και φυλλομετρούσε κάθε μήνα προσεκτικά το τεύχος απολαμβάνοντας τις εικόνες του (δεν διάβαζε αγγλικά) και ρωτώντας με για σχετικές εξηγήσεις.
Όταν έφτασε σε ηλικία σύνταξης, άλλαξε τρόπο ζωής. Αφήνοντας το καυσαέριο του Βαρδάρη και τις εμπορικές σκοτούρες, επιδόθηκε ολοκληρωτικά στο χόμπι του, την αγροτική ζωή. Περνούσε πολλούς μήνες στο κτήμα της Ραψάνης καλλιεργώντας και φροντίζοντας τις αμυγδαλιές και τα λοιπά οπωροφόρα του, ανεβοκατεβαίνοντας στα δέντρα από το πρωί ως το βράδυ, πάντα ακάματος. Γύριζε στην πόλη με το αυτοκίνητο γεμάτο προϊόντα – φρούτα, λαχανικά, ακόμη και λουλούδια, ανάλογα με την εποχή – για διανομή στις οικογένειές μας. Ξεχειμώνιαζε στη Θεσσαλονίκη και ξανάρχιζε πάλι. Η φιλοξενία στο κτήμα ήταν δεδομένη, και περνούσαμε από εκεί κάθε φορά που δινόταν ευκαιρία, απολαμβάνοντας και τον περίφημο χαλβά του με τα καβουρντισμένα αμύγδαλα («Αμύγδαλα με χαλβά, όχι το αντίθετο», όπως έλεγε). Κάποτε καταγινόταν και με το χειροποίητο κοκορέτσι (έπλενε σχολαστικά και ετοίμαζε τα έντερα και τα εντόσθια και το τύλιγε μόνος του), προς τέρψιν ημών των συνδαιτυμόνων, αλλά αυτό ανήκει στο πολύ μακρινό παρελθόν.
Το πιο δύσκολο για έναν φύσει δραστήριο άνθρωπο είναι η αναγκαστική απραξία. Ο θείος Γρηγόρης πέρασε και τη δοκιμασία αυτή με άριστα. Μετά από ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο πριν δεκαπέντε χρόνια οι δυνάμεις και η ενεργητικότητά του έπεσαν κατακόρυφα. Προσπάθησε να συνεχίσει με άλλο ρυθμό για κάποιο διάστημα, αλλά η κινητικότητα μειωνόταν συνεχώς, και πέρασε τα τελευταία αρκετά χρόνια κατάκοιτος, πλήρως εξαρτημένος από τη στοργική φροντίδα της θείας Άννας, και αποζητώντας τις δικές μας επισκέψεις και την παρέα μας. Όταν τον βρίσκαμε ξύπνιο, τον παρακινούσαμε: «Θείε Γρηγόρη, να λύσουμε ένα σταυρόλεξο;» Πολλές φορές ανταποκρινόταν και έβρισκε τουλάχιστον τις μισές απαντήσεις απ’ έξω, χωρίς να βλέπει το περιοδικό, γνωστικό κατάλοιπο της μακρόχρονης ενασχόλησής του με το διανοητικό αυτό παίγνιο. Άλλοτε πιο νωθρός, ήθελε περισσότερο να κοιμάται. Πέρα από τις φυσικές αντιδράσεις στους πόνους και το μούδιασμα της ακινησίας, δεν γόγγυσε ούτε παραπονέθηκε ποτέ. «Υπομονής στύλος γέγονε», κάνοντας τον ‘κανόνα’ του καθηλωμένος στο κρεβάτι, ζητώντας μόνο κάθε τόσο μια εντριβή ή κάποια άλλη μικροπεριποίηση. Μέχρι που έσβησε χθες σε μια στιγμή, χωρίς πρόσθετα βάσανα και ταλαιπωρίες, σε επαφή με τα αγαπημένα του πρόσωπα μέχρι το τέλος.
Υπάρχουν στον κόσμο άνθρωποι θεωρητικοί και πρακτικοί. Ο θείος Γρηγόρης αναπλήρωσε όσα του έλειπαν σε μελέτη και προσευχή με τις πρακτικές αρετές της υπομονής, της καρτερίας, της αυστηρής πειθαρχίας στη ζωή του. Είθε ο Θεός να ανταμείψει την αγάπη, την προσφορά και τις καλοσύνες του (όσες ξέρουμε και όσες πιθανώτατα δεν ξέρουμε). Θείε Γρηγόρη, σ’ ευχαριστούμε για όσα μας έδωσες, και να μας συγχωρείς για όσα δεν σου ανταποδώσαμε όπως έπρεπε. Καλή ανάπαυση στον Παράδεισο!
Από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας, τα πρόσωπα που έχουμε στο κάδρο της ζωής μας δίπλα στους γονείς είναι οι θείοι μας Γρηγόρης και Άννα. Ας αφιερώσουμε τον λόγο στον πρώτο που αναχώρησε χθες από τον κόσμο αυτό πλήρης ημερών (κόντευε τα 92), αφήνοντας πίσω μαζί με τη θεία Άννα κι ένα πλήθος αναμνήσεων. Καθόλου παράξενο: μεγαλώσαμε τόσο μέσα στο σπίτι τους όσο και στο δικό μας. Μας φρόντισαν και οι δυο με πολλή αγάπη, σαν τα παιδιά που εκείνοι δεν είχαν, πλούσιοι σε συναισθήματα και απλόχεροι στο μοίρασμά τους.
Ο θείος Γρηγόρης έλεγε αυτοσαρκαζόμενος: «Εγώ τις τάξεις του Γυμνασίου τις έκανα από δυο φορές, για να μάθω τα γράμματα καλύτερα». Αφήνοντας τις λόγιες και πνευματικές ενασχολήσεις στον αδελφό του (τον πατέρα μας), ο ίδιος απέκτησε την πρακτική σοφία και πείρα της καθημερινής ζωής στον εμπορικό κόσμο του Βαρδαρίου όπου έζησε και εργάσθηκε όλη τη ζωή του. Υπεραναπλήρωνε τον τόπο του πατέρα μας εκεί όπου εκείνος, λόγω της ιερατικής του ιδιότητος, δεν μπορούσε να μας συνοδεύει. Μας πήγαινε εκδρομές για πεζοπορία στον Χορτιάτη, για σουβλάκια στο δάσος Κουρί, για θαλασσινά μπάνια (μετά σχετικού γεύματος) στην Περαία, καμιά φορά στον κινηματογράφο. Μας φιλοξενούσε τις ελεύθερες ώρες μας στο μαγαζί, εξασφαλίζοντάς μας παιχνίδια εκ των ιδίων, Μίκι Μάους και σοκολάτες από το απέναντι περίπτερο του κυρ-Γιάννη και μπουγάτσα με κιμά από το διπλανό μπουγατσατζίδικο. Σχεδόν τίποτε από αυτά δεν έχει μείνει, ούτε τα καταστήματα ούτε οι άνθρωποι: ήταν από τους τελευταίους της εποχής του. Όταν λίγο μεγαλώσαμε, τον βοηθούσαμε περιστασιακά στις πωλήσεις (εκεί περιορίσθηκε η ενασχόλησή μου με το εμπόριο), στο τύλιγμα πακέτων, στο ξεφόρτωμα πιατικών και ποτηριών και στο καθάρισμα του υπογείου από τα νερά όταν πλημμύριζε από καμιά νεροποντή.
Ήταν άνθρωπος με μεγάλη θέληση, αλλά και πειθαρχία στη ζωή του. Ήταν ο μόνος που κάπνιζε στο οικογενειακό μας περιβάλλον, αλλά μια μέρα – θα ήμουν κάπου στα δώδεκα – τον είδα χωρίς τσιγάρο. «Τι έγινε;» τον ρωτάω. «Άσε», μου λέει, «εγώ κάποτε ανέβαινα τα σκαλιά της οικοδομής τέσσερα-τέσσερα, τώρα άρχισα να ξεφυσάω. Τέρμα το κάπνισμα!». Αυτό ήταν, και για τα υπόλοιπα πενήντα χρόνια της ζωής του δεν το άγγιξε ούτε μια φορά, με αποτέλεσμα να μπορεί να εργάζεται ακούραστα σχεδόν μέχρι τα ογδόντα. Παρόλο που ζούσε και δούλευε μέσα στον κόσμο του Βαρδαρίου, δεν τον άκουσα ποτέ να χυδαιολογεί ή να βωμολοχεί. Όταν πέθανε η γιαγιά Μαρίκα (η μητέρα του), έκλεισε την τηλεόραση (που ήταν προσφιλής βραδινή ασχολία του) για σαράντα μέρες. Μάταια εμείς καθόμασταν στη γωνιά του σαλονιού περιμένοντας μήπως κάνει κάποια εξαίρεση· εκείνος διάβαζε την εφημερίδα του χωρίς να μας δίνει σημασία. Έφτανε έντεκα, το παίρναμε απόφαση και πηγαίναμε για ύπνο. Τι θυμάται ο άνθρωπος…
Όταν φτάσαμε σε νόμιμη ηλικία, έκανε σε όλους μας δώρο τα μαθήματα και το δίπλωμα οδήγησης, και μας δίδαξε στην πράξη (να είναι καλά εκείνο το λευκό Πεζώ 404 και ο διάδοχός του, το χρυσαφί 304) όσα δεν μαθαίναμε από τους επαγγελματίες εκπαιδευτές. «Είναι εύκολο να πατάς το γκάζι», έλεγε. «Να πηγαίνεις σιγά και με υπομονή είναι το δύσκολο». Επαναλάμβανε το μάθημα («Σταμάτα εδώ! Ξεκίνα! Σταμάτα ξανά!») μέχρι να το εμπεδώσουμε. Το παλιό Πεζώ ασφαλώς θα είχε να διηγηθεί πολλά τέτοια διδάγματα.
Στην παιδεία του ήταν καμιά φορά τραχύς αλλά αποτελεσματικός. Κάποτε μικροί στο αμπέλι της Περαίας ο Γιάννης κι εγώ τσακωνόμασταν με ‘μήλο της έριδος’ ένα αυτοκινητάκι Matchbox (ακριβό παιχνίδι: τριάντα ολόκληρες δραχμές έκανε την εποχή εκείνη). Μια παρατήρηση, δεύτερη παρατήρηση, την τρίτη φορά μας το παίρνει από τα χέρια και το εκσφενδονίζει με την καθόλου μικρή δύναμή του (νέος είχε ασχοληθεί και με την πυγμαχία) δυο χωράφια πιο μακριά. Οι δυο μας λουφάξαμε κατακόκκινοι από ντροπή και από φόβο, μια και το επόμενο παιδαγωγικό βήμα ασφαλώς θα ήταν επώδυνο για τα… οπίσθιά μας.
Είχαμε διαφορετικά ενδιαφέροντα, ιδίως στη μουσική. Όταν έπιανα στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου κλασική μουσική, περίμενε λίγα δευτερόλεπτα και με ρωτούσε: «Αντώνη, πού σκοτώνουν άνθρωπο;» Ήταν το σήμα για να αλλάξω σταθμό σε κάτι πιο ‘ελληνικό’. Ωστόσο, κάποτε που είχα συνδρομή στην αγγλική έκδοση του National Geographic, έπιανε και φυλλομετρούσε κάθε μήνα προσεκτικά το τεύχος απολαμβάνοντας τις εικόνες του (δεν διάβαζε αγγλικά) και ρωτώντας με για σχετικές εξηγήσεις.
Όταν έφτασε σε ηλικία σύνταξης, άλλαξε τρόπο ζωής. Αφήνοντας το καυσαέριο του Βαρδάρη και τις εμπορικές σκοτούρες, επιδόθηκε ολοκληρωτικά στο χόμπι του, την αγροτική ζωή. Περνούσε πολλούς μήνες στο κτήμα της Ραψάνης καλλιεργώντας και φροντίζοντας τις αμυγδαλιές και τα λοιπά οπωροφόρα του, ανεβοκατεβαίνοντας στα δέντρα από το πρωί ως το βράδυ, πάντα ακάματος. Γύριζε στην πόλη με το αυτοκίνητο γεμάτο προϊόντα – φρούτα, λαχανικά, ακόμη και λουλούδια, ανάλογα με την εποχή – για διανομή στις οικογένειές μας. Ξεχειμώνιαζε στη Θεσσαλονίκη και ξανάρχιζε πάλι. Η φιλοξενία στο κτήμα ήταν δεδομένη, και περνούσαμε από εκεί κάθε φορά που δινόταν ευκαιρία, απολαμβάνοντας και τον περίφημο χαλβά του με τα καβουρντισμένα αμύγδαλα («Αμύγδαλα με χαλβά, όχι το αντίθετο», όπως έλεγε). Κάποτε καταγινόταν και με το χειροποίητο κοκορέτσι (έπλενε σχολαστικά και ετοίμαζε τα έντερα και τα εντόσθια και το τύλιγε μόνος του), προς τέρψιν ημών των συνδαιτυμόνων, αλλά αυτό ανήκει στο πολύ μακρινό παρελθόν.
Το πιο δύσκολο για έναν φύσει δραστήριο άνθρωπο είναι η αναγκαστική απραξία. Ο θείος Γρηγόρης πέρασε και τη δοκιμασία αυτή με άριστα. Μετά από ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο πριν δεκαπέντε χρόνια οι δυνάμεις και η ενεργητικότητά του έπεσαν κατακόρυφα. Προσπάθησε να συνεχίσει με άλλο ρυθμό για κάποιο διάστημα, αλλά η κινητικότητα μειωνόταν συνεχώς, και πέρασε τα τελευταία αρκετά χρόνια κατάκοιτος, πλήρως εξαρτημένος από τη στοργική φροντίδα της θείας Άννας, και αποζητώντας τις δικές μας επισκέψεις και την παρέα μας. Όταν τον βρίσκαμε ξύπνιο, τον παρακινούσαμε: «Θείε Γρηγόρη, να λύσουμε ένα σταυρόλεξο;» Πολλές φορές ανταποκρινόταν και έβρισκε τουλάχιστον τις μισές απαντήσεις απ’ έξω, χωρίς να βλέπει το περιοδικό, γνωστικό κατάλοιπο της μακρόχρονης ενασχόλησής του με το διανοητικό αυτό παίγνιο. Άλλοτε πιο νωθρός, ήθελε περισσότερο να κοιμάται. Πέρα από τις φυσικές αντιδράσεις στους πόνους και το μούδιασμα της ακινησίας, δεν γόγγυσε ούτε παραπονέθηκε ποτέ. «Υπομονής στύλος γέγονε», κάνοντας τον ‘κανόνα’ του καθηλωμένος στο κρεβάτι, ζητώντας μόνο κάθε τόσο μια εντριβή ή κάποια άλλη μικροπεριποίηση. Μέχρι που έσβησε χθες σε μια στιγμή, χωρίς πρόσθετα βάσανα και ταλαιπωρίες, σε επαφή με τα αγαπημένα του πρόσωπα μέχρι το τέλος.
Υπάρχουν στον κόσμο άνθρωποι θεωρητικοί και πρακτικοί. Ο θείος Γρηγόρης αναπλήρωσε όσα του έλειπαν σε μελέτη και προσευχή με τις πρακτικές αρετές της υπομονής, της καρτερίας, της αυστηρής πειθαρχίας στη ζωή του. Είθε ο Θεός να ανταμείψει την αγάπη, την προσφορά και τις καλοσύνες του (όσες ξέρουμε και όσες πιθανώτατα δεν ξέρουμε). Θείε Γρηγόρη, σ’ ευχαριστούμε για όσα μας έδωσες, και να μας συγχωρείς για όσα δεν σου ανταποδώσαμε όπως έπρεπε. Καλή ανάπαυση στον Παράδεισο!
4 σχόλια:
Αιωνία αυτού η μνήμη.
Τό μαγαζί τοῦ θείου σου τοῦ Γρηγόρη, στά παιδικά καί νεανικά μου χρόνια, ὁσάκις κατεβαίναμε γιά ψώνια στήν Θεσσαλονίκη, ἦταν σημεῖο ἀναφορᾶς. Σάν νά τόν βλέπω νά κουβαλάει συνέχεια μέσα-ἔξω διάφορα κουτιά μέ ἐμπορεύματα ἤ νά στέκεται γιά λίγο ὄρθιος στήν πόρτα τοῦ ὑαλοπωλείου.
Κάποιες φορές πού πηγαίναμε βαδίζοντας μαζί μέχρι τό πανεπιστήμιο, ἄν δέν μέ ἀπατᾶ ἡ μνήμη μου, στό μαγαζί τοῦ θείου σου τοῦ Γρηγόρη εἶχες, Ἀντώνη μου, στάση ἀπαραίτητη.
Ὁ Θεός νά τόν ἀναπαύσει.
Φώτης
Αντωνη με συγκινησες. Η περιγραφη σου, περα απο γλαφυρη, ηταν καρδιακη.Η αγαπη που απεπνεε, δειχνει την ποιοτητα του ανδρα,που τωρα αναπαυεται. Ο Θεος να τον εχει κοντα του.
Τι να πρωτοθυμηθούμε!!! Όλη μας η ζωή γεμάτη θείο Γρηγόρη!!! Αξέχαστος και πολυαγαπημένος!!!
Δημοσίευση σχολίου