Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Λυχνάρια

Ο Giovannino Guareschi ήταν Ιταλός δημοσιογράφος και χιουμορίστας (πέθανε το 1968) που έγινε γνωστός κυρίως για τον ήρωά του, τον ‘επαρχιώτη παπά’ Δον Καμίλλο, που βρίσκεται πάντα σε φιλική αντιδικία με τον Κομμουνιστή δήμαρχο Πεπόνε, αλλά συνηθίζει να συνομιλεί και με τον Κύριο μέσα στην εκκλησία. Όπως λέει ο συγγραφέας στον πρόλογό του, ο Κύριος που μιλάει είναι ο δικός του Χριστός, η φωνή της συνειδήσεώς του. Το παρακάτω απόσπασμα από έναν τέτοιο διάλογο έχει γενικότερη εφαρμογή, ακόμη και στις μέρες μας (το δημοσίευσα παλιότερα ΕΔΩ, μετάφραση δική μου).

    ‘Κύριε, οι ιδέες είναι πεπερασμένες; Υπάρχει απόθεμα νέων ιδεών ή έχουν σκεφτεί οι άνθρωποι όλα όσα υπήρχαν για να σκεφτούν;’
       ‘Δον Καμίλλο, τι εννοείς όταν λες ιδέες;’
      ‘Σαν φτωχός επαρχιώτης παπάς, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι οι ιδέες είναι λυχνάρια που λάμπουν μέσα στη νύχτα της ανθρώπινης άγνοιας και φωτίζουν κάποια νέα πτυχή του μεγαλείου του Δημιουργού.’
       Ο Κύριος συγκινήθηκε.
     ‘Φτωχέ επαρχιώτη παπά,’ είπε, ‘δεν πέφτεις και πολύ έξω. Κάποτε εκατό άνθρωποι ήταν κλεισμένοι σ’ ένα τεράστιο σκοτεινό δωμάτιο, και καθένας είχε ένα σβησμένο λυχνάρι. Ένας απ’ αυτούς κατάφερε να ανάψει το λυχνάρι του, κι έτσι μπορούσαν όλοι να δουν και να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο. Καθώς οι υπόλοιποι άναβαν τα δικά τους λυχνάρια, όλο και περισσότερα από τα πράγματα γύρω τους έρχονταν στο φως, ώσπου στο τέλος τα πάντα μέσα στο δωμάτιο φάνηκαν καλά και ωραία. Τώρα πρόσεξε καλά, Δον Καμίλλο. Υπήρχαν εκατό λυχνάρια, αλλά μόνο μια ιδέα. Ωστόσο, χρειάστηκε το φως όλων των λυχναριών για να αποκαλυφθούν όλες οι λεπτομέρειες του δωματίου. Κάθε φλόγα ήταν το ένα εκατοστό μιας μεγάλης ιδέας, ενός μεγάλου φωτός, της ιδέας της ύπαρξης και του μεγαλείου του Δημιουργού. Ήταν σαν κάποιος να είχε σπάσει ένα αγαλματάκι σε εκατό κομμάτια και να είχε δώσει από ένα κομμάτι σε εκατό ανθρώπους. Οι εκατό άνθρωποι προσπάθησαν ψαχουλεύοντας να ταιριάσουν τα κομμάτια κι έφτιαξαν χιλιάδες λανθασμένες φιγούρες μέχρι που στο τέλος τα ένωσαν σωστά. Ξαναλέω, Δον Καμίλλο, ότι ο κάθε άνθρωπος άναψε το δικό του λυχνάρι, και το φως των εκατό λυχναριών μαζί ήταν Αλήθεια και Αποκάλυψη. Αυτό θα έπρεπε να τους ικανοποιήσει. Όμως καθένας τους σκέφτηκε ότι η ομορφιά των πραγμάτων που έβλεπε γύρω του οφειλόταν στο φως του δικού του λυχναριού που τους είχε βγάλει από το σκοτάδι. Μερικοί έφτασαν να λατρεύουν τα λυχνάρια τους, κι άλλοι περιπλανήθηκαν σε διάφορες μεριές ώσπου το μεγάλο φως διασπάσθηκε σε εκατό φλόγες, που καθεμιά μπορούσε να φωτίσει μόνο ένα κλάσμα της αλήθειας. Βλέπεις λοιπόν, Δον Καμίλλο, ότι τα εκατό λυχνάρια πρέπει να ενωθούν πάλι για να βρουν το αληθινό φως. Σήμερα οι άνθρωποι τριγυρίζουν δύσπιστα, καθένας με το φως του λυχναριού του, με μια περιοχή μελαγχολικού σκοταδιού γύρω τους, και καθένας πιάνεται από τη μικρότερη λεπτομέρεια του αντικειμένου που καταφέρνει να φωτίσει μόνος του. Κι έτσι λέω ότι ιδέες δεν υπάρχουν: υπάρχει μόνο μια Ιδέα, μια Αλήθεια με εκατό πλευρές. Οι ιδέες δεν είναι ούτε πεπερασμένες ούτε τελειωμένες, διότι υπάρχει μόνο αυτή η μια και αιώνια Ιδέα. Οι άνθρωποι όμως πρέπει να ενωθούν ξανά μεταξύ τους, όπως εκείνοι στο τεράστιο δωμάτιο.’
[Giovanni Guareschi, Ο Δον Καμίλλο και ο άσωτος γιός.
Από την έκδοση Penguin 1952, σελ. 137-138]