Εμβληματικό ζωγραφικό έργο του ντα Βίντσι, σχεδόν συνώνυμο με τον καλλιτέχνη. Και τι δεν έχει ‘γεννήσει’ σε διάφορες εποχές, από το κλασικό τραγούδι του Nat King Cole μέχρι το φαντασιούργημα του Dan Brown! Και βέβαια όλα αυτά έχουν λειτουργήσει διαφημιστικώ τω τρόπω για τον πίνακα, που τραβάει τους τουρίστες σαν μαγνήτης. Διαβάζω λοιπόν σήμερα ότι καθημερινά κάπου 30 χιλιάδες επισκέπτες περιμένουν ώρες σε διάφορες ουρές στο μουσείο του Λούβρου, πριν και αφού καταθέσουν τον σεβαστό οβολό τους, για να σταθούν για ένα λεπτό (και πολύ είναι) σε απόσταση τριών μέτρων από το αντικείμενο του πόθου τους, να βγάλουν μια ‘σέλφι’, και να αποχωρήσουν υπό την πίεση του επόμενου γκρουπ που επείγεται να δοκιμάσει την τύχη του. Πολλοί δηλώνουν απογοητευμένοι διότι ο πίνακας είναι πολύ μικρότερος απ’ όσο τον φαντάζονταν (ακριβώς 77x53 εκατοστά), κάτι σαν να πηγαίνεις να δεις την Ακρόπολη και να βρίσκεις στη θέση της μια μινιατούρα. Άνθρακες λοιπόν ο θησαυρός. Σε ένα λεπτό δεν προλαβαίνεις όχι να αποκρυπτογραφήσεις αλλά ούτε καν να προφέρεις τις λέξεις ‘Κώδικας ντα Βίντσι’.
Ας καταθέσω μια βέβηλη σκέψη. Με δυο κλικ στον υπολογιστή φέρνει κανείς στην οθόνη του χιλιάδες εικόνες του πίνακα, σε ποικίλες εκδοχές, χωρίς να πληρώσει, που τις βλέπει για όσο χρόνο θέλει, και σίγουρα πολύ πιο κοντά από τα υποχρεωτικά τρία μέτρα του μουσείου. Τι περισσότερο ή διαφορετικό θα δει από την απόσταση ασφαλείας; Ποια αισθητική ή άλλη διάθεση θα ικανοποιήσει μετά από τόση ταλαιπωρία, πέρα από έναν προσωπικό εγωισμό; Δεν αρνούμαι την αξία της τέχνης, αλλά υπάρχει ένα όριο στο πόσο θα παιδευτεί κανείς για λίγα δευτερόλεπτα θέασης.
Κι ένα σχετικό ανέκδοτο, Αμερικάνικο και πολύ παλιό. Ένας τουρίστας πλησιάζει βιαστικός στην είσοδο του Λούβρου και λέει: «Γρήγορα, δείξτε μου τη Μόνα Λίζα γιατί έχω διπλοπαρκάρει!» Προφανώς την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ουρές αναμονής.
Για να μη την ψάχνετε, δείτε την από κοντά:
1 σχόλιο:
Καλό. Εγώ πάντως το '95 δεν ήμουν σε ουρά. Στον πύργο του Άιφελ, ναι.
Δημοσίευση σχολίου