Γνωριστήκαμε στη διάρκεια ενός ταξιδιού στα Ιεροσόλυμα, μέσω μιας κοινής καλής φίλης. Αν και είχαμε περάσει προ πολλού την ηλικία που ξεκινούν οι φιλίες μιας ζωής, όπως τις λένε, από την αρχή δέσαμε. Ταξιδέψαμε σε πολλά μέρη μαζί. Είχα την ευκαιρία να την δω οικοδέσποινα στην Ελάνη, στο Περτούλι και στην Φθιώτιδα, την γενέθλια γη της, αλλά και συνταξιδιώτισα σε πολλά κοινά ταξίδια. Πάντοτε ήταν ήρεμη, χωρίς εξάρσεις, ευγενής και χαμηλών τόνων. Από χαρακτήρος δεν εξωτερικευόταν εύκολα, χρειαζόταν τον χρόνο της για να εκδηλωθεί, όταν όμως το έκανε αποκάλυπτε κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα: είχε έμφυτη εγκράτεια, ταπείνωση και ολιγάρκεια, επικεντρωνόταν στα ουσιώδη, δεν υπήρξε κενόδοξο άτομο, δεν την ενδιέφεραν καθόλου οι κοσμικότητες, νοιαζόταν ιδιαίτερα τους συγγενείς της, του στενότερου αλλά και του ευρύτερου κύκλου, και αν είχες την τύχη να ανήκεις στις φίλες της αισθανόσουν την διακριτική της φροντίδα. Όλα τα καλά της χαρακτηριστικά ενισχύθηκαν με την πίστη που προϋπήρχε βέβαια, αλλά ενδυναμώθηκε από την μαθητεία στον Πνευματικό μας, που κατά θεία οικονομία τον γνώρισε λίγα χρόνια πριν την δοκιμασία της υγείας της.
Είμασταν στην εκκλησία στο Πανόραμα σε μια αγρυπνία, αν θυμάμαι καλά, πριν από οχτώ περίπου χρόνια, όταν με πλησίασες και μου είπες: «Βγαίνω έξω, δεν αισθάνομαι καλά. Αν δεις να αργώ, βγες να με βρεις». Ήταν μια συνηθισμένη αδιαθεσία εκείνη, η οποία αποτέλεσε όμως την αφορμή για περαιτέρω εξετάσεις που αποκάλυψαν το πρόβλημα στους πνεύμονες. Από την εκκλησία λοιπόν έγινε γνωστό το πρόβλημα, με την βοήθεια της εκκλησίας το αντιμετώπισες. Από την αρχή ήσουν ενήμερη. Από τότε συνέβησαν πολλά. Η στάση σου, δεν θα το δεχόσουν αν στο έλεγα, μου θύμιζε τον Βερίτη: Σαν έρθει ο πόνος να σε βρει να τον δεχθείς παλικαρίσια. Στάσου λεβέντης σαν τη δρυ τη λαμπαδόκορμη, την ίσια. Βλέπαμε τα πράγματα χρόνο με τον χρόνο να δυσκολεύουν, αλλά και την δική σου εσωτερική δύναμη να ενισχύεται. Πολύτιμη η συμπαράσταση του συζύγου και των παιδιών, ανεκτίμητη η καθοδήγηση του πνευματικού σου πατέρα. Συμμετείχες σε όλα, λατρευτικές συνάξεις και ομιλίες, όπως και πριν. Συμμετείχες και στις χαρές των φίλων, σαν να ήταν δικές σου, πράγμα όχι πάντα τόσο αυτονόητο· νοιαζόσουν και συμβούλευες. Εκεί ο θαυμασμός και η αγάπη μας μεγάλωσε. Οι εκδρομές βέβαια σιγά σιγά περιορίσθηκαν, όμως απέμειναν οι μικρές εξορμήσεις στα γύρω μοναστήρια. Μεσολάβησαν αρκετά ταξίδια για το πρόβλημα της υγείας και κύκλοι θεραπειών με διάφορα επακόλουθα. Δεν σε άκουσα να γογγύζεις, και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Σε άκουσα μόνο να κάνεις διαπιστώσεις: «Αυτό πονάει λίγο, αλλά εντάξει». Δώρο δικό Σου ‘ναι κι ο πόνος δώρο δικό Σου απ’ τ’ ακριβά δεν λέει και ο ποιητής, Θεοδώρα μου; Μέσο καθημερινής μας σχεδόν επικοινωνίας παρέμεινε σιγά σιγά αποκλειστικά το τηλέφωνο. Σου μετέφερα όσα συγκρατούσα από τις ομιλίες του Πατρός και σου διηγιόμουν μικρά περιστατικά της καθημερινότητάς μας· χαιρόμουν να σε ακούω να γελάς. Μου έλεγες ότι διαβάζεις το βιβλίο του Ιώβ και κάνεις και την αγαπημένη σου «ευχούλα». Τα πράγματα δυσκόλευαν, και εσύ μας αποχαιρετούσες με τον τρόπο σου: τον Ιανουάριο μας κάλεσες στο σπίτι σου για την ονομαστική γιορτή του Γιάννη· μας δέχθηκες καθισμένη στην πολυθρόνα σου και ήθελες με κάθε τρόπο να μας περιποιηθείς. Ήσουν χαρούμενη, γιατί στην οικογένεια έμπαινε νέο μέλος. Αρχές Φεβρουαρίου έπρεπε να ταξιδέψω στο εξωτερικό. Δυό μέρες πριν την αναχώρηση μού τηλεφώνησες· συνήθιζες να μου εύχεσαι πάντα, όμως αυτή τη φορά ξαφνιάστηκα· τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Την συνομιλία μας θα την θυμάμαι πάντα. «Κανονικά θα έπρεπε να σου τηλεφωνήσω αύριο, αλλά δεν ξέρω πώς θα είμαι. Σας εύχομαι από τώρα καλό ταξίδι. Αυτή είναι η τελευταία φορά που μιλάμε. Από εδώ και πέρα θα μιλάμε με την σκέψη», είπες, και ο τόνος της φωνής ήταν εξόχως νηφάλιος. Έτσι και έγινε. Την εβδομάδα που μεσολάβησε στο εξωτερικό μάθαινα τα νέα, και δεν ήταν ευχάριστα. Επέστρεψα το Σάββατο και την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου σε είδα για λίγο. Είχες κλειστά τα μάτια και δεν μιλούσες πια· σου μίλησα, μου έσφιξες το χέρι, να μου δείξεις ότι με κατάλαβες. Σε δύο τρεις ώρες έφυγες έτοιμη, με την ευχούλα όχι στα χείλη, αλλά στην καρδιά. Στη συνέχεια όλα έγιναν όπως θα τα επιθυμούσες. Οι αγαπημένοι σου όλοι παρόντες: ο σύζυγός σου, ο Γιάννης που σου παραστάθηκε και σε ενίσχυε όλα αυτά τα χρόνια, τα παιδιά σου, η νέα νύφη σου αλλά και ο πνευματικός σου και οι ιερείς από το Πανόραμα, η γερόντισσα και οι αδελφές· στο ψαλτήρι και ο γιατρός σου· παρόντες οι φίλοι σας και οι συνάδελφοι του συζύγου· ακόμη και πολλοί συγγενείς από το Μαρτίνο και την Μαλεσίνα σε τίμησαν με την παρουσία τους. Πέρα από την πολύτιμη φιλία όλων αυτών των ετών, κρατούμε την αίσθηση μιας ψυχής που έδωσε τον αγώνα της αθόρυβα, με αταλάντευτη πίστη, θάρρος, αγώνα εσωτερικό, μέτρο και αξιοπρέπεια, που χωρίς να το συνειδητοποιεί μας δίδαξε με την στάση της.
Στον παράδεισο πρύμα, Θεοδώρα μου!
1 σχόλιο:
Ώρα της καλή! Τη γνώρισα σε μια πολυήμερη εκδρομή. Πιστεύω πως όσα γράφονται της ταιριάζουν και της αξίζουν απόλυτα. Ωραίος διακριτικός άνθρωπος! Καλόν παράδεισο, θεοδώρα!
Δημοσίευση σχολίου