Γραφή και απεικόνιση είναι τέχνες παράλληλες. Και οι δυο, με διαφορετικά εργαλεία, προσπαθούν να αποδώσουν μια μορφή ζωής, πραγματική ή φανταστική, από την οπτική γωνία του δημιουργού. Ας τις δούμε δίπλα-δίπλα.
Και πρώτα η εικόνα. Κάποιοι γυρίζουν ταινίες, μικρού ή μεγάλου μήκους. Άλλοι, πολύ περισσότεροι, βγάζουν φωτογραφίες ή ζωγραφίζουν πίνακες. Οι πρώτοι δεν αρκούνται στη στιγμιαία εικόνα· θέλουν αφήγηση, κίνηση, διάρκεια, βάθος χρόνου. Οι δεύτεροι αποτυπώνουν τη στιγμή, μικρή ή μεγαλύτερη, δίνοντας σημασία στο χρώμα, την έκφραση του προσώπου, το σκηνικό, και αφήνοντας τον θεατή να ‘διαβάσει’ πίσω από την ακίνητη εικόνα σκέψεις, συναισθήματα, ανησυχίες, προσδοκίες, ιστορία και προοπτική, τι προηγήθηκε και τι πρόκειται να ακολουθήσει μετά από εκείνο το ‘πάγωμα’ του χρόνου. Πολλή μελάνη έχει καταναλωθεί για το μυστηριώδες χαμόγελο της Μόνα Λίζα, και ο κάθε θαυμαστής της το ερμηνεύει διαφορετικά. Και κανένας δεν μπορεί να πει ότι η ερμηνεία του είναι σωστή ή λανθασμένη, όσο αλλιώτικη κι αν είναι από κάποια άλλη. Αυτό άλλωστε φαντάζομαι πως ήθελε και ο καλλιτέχνης: να μας κάνει να σταθούμε μπροστά στο δημιούργημά του και να αναρωτηθούμε. Και όπου φτάσουμε.
Κάπως έτσι και με το γράψιμο. Άλλοι συνθέτουν μυθιστόρημα: στήνουν σκηνικά, δημιουργούν πολύπλοκους χαρακτήρες με φυσιογνωμία, προσωπικότητα, πάθη και προτερήματα, τους βάζουν να δουλέψουν, να χτίσουν, να γκρεμίσουν, να ταξιδέψουν, να αγαπήσουν, να αγωνιστούν και να πεθάνουν, φτιάχνουν ολόκληρους φανταστικούς κόσμους, ζουν μέσα σ’ αυτούς και καλούν και τον αναγνώστη να τους ακολουθήσει. Άλλοι προτιμούν τη ‘βραχεία φόρμα’, το διήγημα ή ακόμη το πιο σύντομο flash fiction. Την περιγραφή μιας σκηνής ή ενός επεισοδίου με βραχυλογία, οικονομία σκηνικών, αφαίρεση, κάτι σαν μοντέρνα ζωγραφική. Και αφήνουν τον αναγνώστη να κάνει τις προεκτάσεις που θέλει, τους συνειρμούς που του γεννά το στιγμιότυπο, να παλέψει με τον προβληματισμό, με τα ερωτηματικά και τα ίσως που κρύβονται ή όχι πίσω από τη σύντομη σκηνή. Όπως κάνει ο θεατής της ακίνητης φωτογραφίας.
Και πρώτα η εικόνα. Κάποιοι γυρίζουν ταινίες, μικρού ή μεγάλου μήκους. Άλλοι, πολύ περισσότεροι, βγάζουν φωτογραφίες ή ζωγραφίζουν πίνακες. Οι πρώτοι δεν αρκούνται στη στιγμιαία εικόνα· θέλουν αφήγηση, κίνηση, διάρκεια, βάθος χρόνου. Οι δεύτεροι αποτυπώνουν τη στιγμή, μικρή ή μεγαλύτερη, δίνοντας σημασία στο χρώμα, την έκφραση του προσώπου, το σκηνικό, και αφήνοντας τον θεατή να ‘διαβάσει’ πίσω από την ακίνητη εικόνα σκέψεις, συναισθήματα, ανησυχίες, προσδοκίες, ιστορία και προοπτική, τι προηγήθηκε και τι πρόκειται να ακολουθήσει μετά από εκείνο το ‘πάγωμα’ του χρόνου. Πολλή μελάνη έχει καταναλωθεί για το μυστηριώδες χαμόγελο της Μόνα Λίζα, και ο κάθε θαυμαστής της το ερμηνεύει διαφορετικά. Και κανένας δεν μπορεί να πει ότι η ερμηνεία του είναι σωστή ή λανθασμένη, όσο αλλιώτικη κι αν είναι από κάποια άλλη. Αυτό άλλωστε φαντάζομαι πως ήθελε και ο καλλιτέχνης: να μας κάνει να σταθούμε μπροστά στο δημιούργημά του και να αναρωτηθούμε. Και όπου φτάσουμε.
Κάπως έτσι και με το γράψιμο. Άλλοι συνθέτουν μυθιστόρημα: στήνουν σκηνικά, δημιουργούν πολύπλοκους χαρακτήρες με φυσιογνωμία, προσωπικότητα, πάθη και προτερήματα, τους βάζουν να δουλέψουν, να χτίσουν, να γκρεμίσουν, να ταξιδέψουν, να αγαπήσουν, να αγωνιστούν και να πεθάνουν, φτιάχνουν ολόκληρους φανταστικούς κόσμους, ζουν μέσα σ’ αυτούς και καλούν και τον αναγνώστη να τους ακολουθήσει. Άλλοι προτιμούν τη ‘βραχεία φόρμα’, το διήγημα ή ακόμη το πιο σύντομο flash fiction. Την περιγραφή μιας σκηνής ή ενός επεισοδίου με βραχυλογία, οικονομία σκηνικών, αφαίρεση, κάτι σαν μοντέρνα ζωγραφική. Και αφήνουν τον αναγνώστη να κάνει τις προεκτάσεις που θέλει, τους συνειρμούς που του γεννά το στιγμιότυπο, να παλέψει με τον προβληματισμό, με τα ερωτηματικά και τα ίσως που κρύβονται ή όχι πίσω από τη σύντομη σκηνή. Όπως κάνει ο θεατής της ακίνητης φωτογραφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου