Εδώ και μέρες – περιορίζομαι στην πιο πρόσφατη φάση – διεξάγω έναν άνισο, σκληρό αλλά και παράδοξο αγώνα. Αντίπαλός μου το χαρτί, στην κάθε μορφή του: τυπωμένο, χειρόγραφο και άγραφο, δεμένο και άδετο, παλιό και καινούργιο, πρόχειρο σημείωμα ή γυαλιστερό περιοδικό, διαφημιστικό, ενημερωτικό, ό,τι άλλο. Δυστυχώς ο εχθρός επικρατεί και ολοένα κερδίζει έδαφος, με αποτέλεσμα να με έχει εγκλωβίσει σε μια επιφάνεια που ίσα-ίσα χωράει το πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Και όχι μόνο έδαφος, αλλά και ύψος, μια και οι στοίβες γύρω μου συναγωνίζονται το ύψος της οθόνης. Και αυξάνονται.
Το παράδοξο του πράγματος είναι ότι ο ‘εχθρός’ είναι ταυτόχρονα και αντικειμενικός στόχος. Χαρτί ψάχνω κι εγώ, ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα χαρτιά μέσα στο αναρίθμητο πλήθος των αντιπάλων. Κάποιες παλιές δημοσιεύσεις μου σε τόμους πρακτικών από συνέδρια που νόμιζα ότι είχα αποθησαυρισμένα και αρχειοθετημένα κάπου, και που μου τα ζητούν για κάποια διδακτική υποχρέωση. Μάταιος ο κόπος, άκαρπη η αναζήτηση. Θα είχα καλύτερες πιθανότητες να τα καταφέρω με τον ψύλλο και τα άχυρα.
Όταν οι προσωπικοί υπολογιστές άρχισαν να διαδίδονται, να φυτρώνουν πάνω σε κάθε τραπέζι και να γίνονται εργαλεία καθημερινής χρήσης, ένα από τα κυρίαρχα σλόγκαν ήταν ότι έφτασε το ‘γραφείο χωρίς χαρτί’ (paperless office). Δεν χρειάσθηκαν παρά μερικοί μήνες για να διαπιστωθεί ότι στην πράξη αυτό που συνέβη ήταν ο πολλαπλασιασμός των φύλλων χαρτιού που έβγαινε από τους κάθε είδους εκτυπωτές, αρχικά με κροταλίσματα δίκην παρατεταμένων ριπών πολυβόλου και όσο περνούσε ο καιρός με πιο αθόρυβα μηχανήματα τύπου ‘ψιθύρου’. Εκεί που αγοράζαμε π.χ. 10-20 κόλλες αναφοράς για να γράφουμε τα πιο επίσημα κείμενά μας, τώρα παίρνουμε 500άρια πακέτα χαρτί των 80 γραμμαρίων και δαπανούμε ένα φύλλο για 2-3 σειρές κείμενο, κι αν έχει λάθος το ξανατυπώνουμε χωρίς πολλή σκέψη.
Οι αρχαίοι Λατίνοι μας κληροδότησαν εκτός άλλων και την ρήση για τα λόγια που πετούν και τα γραπτά που μένουν (verba volant, scripta manent). Δεν μπορούσαν βέβαια να διανοηθούν ότι κάποτε θα υπήρχαν γραπτά που δεν θα είναι ούτε ιπτάμενα ούτε ιστάμενα, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Τα ηλεκτρονικά/ψηφιακά κείμενα είναι άυλα, σχεδόν ανύπαρκτα, άλλοτε τα βλέπεις κι άλλοτε δεν τα βλέπεις. Μπορούν να παραποιηθούν και να αλλοιωθούν και να εμφανίζονται κατά βούληση. Κάτι σαν το άυλο χρήμα: υπάρχει και δεν υπάρχει, μην το είδατε. Οι ειδικοί βέβαια επινοούν κάθε τόσο συστήματα ασφαλείας και προστασίας των κειμένων, αλλά χρειάζεται πολύς χρόνος για να οικοδομηθεί η αντίστοιχη εμπιστοσύνη των χρηστών στον άυλο κόσμο. Κι έτσι συνεχίζει να υπάρχει το καθεστώς του χαρτοβασιλείου που ζούμε γύρω μας, και δεν αρκεί να υποβάλεις ηλεκτρονικά τα όποια δικαιολογητικά σου, αλλά σου ζητούν και την υλοποίησή τους ‘δια χάρτου και μέλανος’.
Δεν είναι όμως μόνο τα κάθε είδους ‘χαρτιά’ (πιστοποιητικά, γνωματεύσεις, συνταγές, παραπεμπτικά, πρόχειρα και επίσημα, αλλά και οι ‘συλλογικότητές’ τους, βιβλία και περιοδικά και κάθε είδους άθροισμα τυπωμένου χάρτου, σε ποικίλα μεγέθη και σχήματα, που κι αυτά πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Κι εδώ υπάρχει μια σχέση αγάπης-μίσους: όσο τα αποστρεφόμαστε σαν στοίβες που μας πνίγουν (αφενός με τον όγκο τους και αφετέρου με τις ενοχές που μας δημιουργούν γιατί δεν τα διαβάζουμε), τόσο επιδιώκουμε να τα αποκτήσουμε. Αγοράζουμε εμείς, μας τα φέρνουν δώρα άλλοι, κρατούμε τα παλιά για την ανάμνηση, αλλά σπεύδουμε κάθε τόσο να προσθέσουμε καινούργια στο σωρό των ανοικτών αναγνωστικών εκκρεμοτήτων. Κάποιοι δεν αρκούνται στο να αποκτούν, αλλά επιδιώκουν και να γράφουν και να παράγουν βιβλία – προχωρημένη κατάσταση! Ακόμη, τα έντυπα όσο πάνε και μεγαλώνουν σε μέγεθος. Την αρχή βέβαια την έκανε ο Όμηρος με τις δεκαπέντε χιλιάδες στίχους της Ιλιάδας και τις δώδεκα χιλιάδες της Οδύσσειας, αλλά έργα τέτοιου μεγέθους αποτελούσαν εξαιρέσεις μέχρι πρόσφατα. Σήμερα τόσο τα λογοτεχνικά βιβλία όσο και τα επιστημονικά περιοδικά αυξάνονται σε έκταση και αντίστοιχα μικραίνουν το μέγεθος των γραμμάτων τους, δημιουργώντας και πρόβλημα όρασης στους αναγνώστες. Και χρειάζεται ιδιαίτερο θάρρος και αποφασιστικότητα για ν’ αρχίσει κανείς να τα ξεφορτώνεται, είτε δωρίζοντας, είτε καταστρέφοντας.
Εδώ που τα λέμε, σε πολλούς από μας υπάρχει και ο προσωπικός εγωισμός: άλλο είναι να βλέπεις το όνομά σου σε ηλεκτρονικό κείμενο μέσα στον λαβύρινθο του διαδικτύου και τελείως άλλο να το πιάνεις με φυσική υπόσταση, να το θαυμάζεις, να μυρίζεις το φρεσκοτυπωμένο χαρτί, να το δείχνεις αυτάρεσκα και να το κάνεις δώρο. Ήδη ενώ γράφω την κριτική αυτή δημηγορία ετοιμάζω για έκδοση τα κείμενα του παρελθόντος έτους, εν γνώσει μου ότι θα προσθέσω μερικές ακόμη εκατοντάδες σελίδες στο υπάρχον χαρτοχάος (δάσκαλε που δίδασκες…, αλλά από την άλλη, γιατί ο Τάδε γνωστός φιλόσοφος και τακτικός επιφυλλιδογράφος και όχι κι εγώ;).
Άφησα τελευταία την περιβαλλοντική διάσταση, που δεν είναι καθόλου ασήμαντη: το χαρτί που τυπώνουμε προέρχεται από δένδρα και δάση. Δεν είναι ανακυκλωμένο: αυτό το αφήνουμε για πιο ευτελείς και ταπεινές χρήσεις, για κει που κάποτε χρησιμοποιούσαμε παλιές εφημερίδες κομμένες σε μικρά ορθογώνια τεμάχια. Καθαρό χαρτί, νέα δένδρα και δάση ολοκαύτωμα στον βωμό του εθισμού μας με το κάθε είδους έντυπο. Η ποσότητα που καταναλώνουμε αυξάνεται γεωμετρικά, χωρίς να διαφαίνεται ελπίδα να αναστραφεί το ρεύμα.
Θα μπορούσαμε βέβαια να βάλουμε ως σύνθημα σε κάθε γραφείο και πάνω από κάθε εκτυπωτή, κατ’ αναλογίαν με παλιό διαφημιστικό ρητό, τη φράση «Σκέψου πριν το τυπώσεις». Κάποιοι το κάνουν, ιδίως εκτός συνόρων, στην… άγρια Δύση. Εμείς επιμένουμε ελληνικά. Κι έτσι θα συνεχίσουμε να παλεύουμε με το χαρτί, έστω κι αν η μάχη είναι χαμένη σαν τις Θερμοπύλες. Η παροιμιακή έκφραση «τον τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί», πέρα από την αναφορά της στην πανταχού παρούσα γραφειοκρατία και τυπολατρία, αποδίδει άριστα την περιρρέουσα πραγματικότητα.
Όσο για τα βιβλία, θα δανεισθώ τη ρήση του Francis Bacon (1561 - 1626): «Μερικά βιβλία είναι για να τα δοκιμάζεις, άλλα για να τα καταπίνεις, και κάποια λίγα για να τα μασάς και να τα χωνεύεις». Με δεδομένο τον εκδοτικό πληθωρισμό της εποχής μας, θα πρόσθετα ότι πάρα πολλά βιβλία μπορούμε να τα προσπερνούμε χωρίς να τα αγγίξουμε.
Το παράδοξο του πράγματος είναι ότι ο ‘εχθρός’ είναι ταυτόχρονα και αντικειμενικός στόχος. Χαρτί ψάχνω κι εγώ, ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα χαρτιά μέσα στο αναρίθμητο πλήθος των αντιπάλων. Κάποιες παλιές δημοσιεύσεις μου σε τόμους πρακτικών από συνέδρια που νόμιζα ότι είχα αποθησαυρισμένα και αρχειοθετημένα κάπου, και που μου τα ζητούν για κάποια διδακτική υποχρέωση. Μάταιος ο κόπος, άκαρπη η αναζήτηση. Θα είχα καλύτερες πιθανότητες να τα καταφέρω με τον ψύλλο και τα άχυρα.
Όταν οι προσωπικοί υπολογιστές άρχισαν να διαδίδονται, να φυτρώνουν πάνω σε κάθε τραπέζι και να γίνονται εργαλεία καθημερινής χρήσης, ένα από τα κυρίαρχα σλόγκαν ήταν ότι έφτασε το ‘γραφείο χωρίς χαρτί’ (paperless office). Δεν χρειάσθηκαν παρά μερικοί μήνες για να διαπιστωθεί ότι στην πράξη αυτό που συνέβη ήταν ο πολλαπλασιασμός των φύλλων χαρτιού που έβγαινε από τους κάθε είδους εκτυπωτές, αρχικά με κροταλίσματα δίκην παρατεταμένων ριπών πολυβόλου και όσο περνούσε ο καιρός με πιο αθόρυβα μηχανήματα τύπου ‘ψιθύρου’. Εκεί που αγοράζαμε π.χ. 10-20 κόλλες αναφοράς για να γράφουμε τα πιο επίσημα κείμενά μας, τώρα παίρνουμε 500άρια πακέτα χαρτί των 80 γραμμαρίων και δαπανούμε ένα φύλλο για 2-3 σειρές κείμενο, κι αν έχει λάθος το ξανατυπώνουμε χωρίς πολλή σκέψη.
Οι αρχαίοι Λατίνοι μας κληροδότησαν εκτός άλλων και την ρήση για τα λόγια που πετούν και τα γραπτά που μένουν (verba volant, scripta manent). Δεν μπορούσαν βέβαια να διανοηθούν ότι κάποτε θα υπήρχαν γραπτά που δεν θα είναι ούτε ιπτάμενα ούτε ιστάμενα, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Τα ηλεκτρονικά/ψηφιακά κείμενα είναι άυλα, σχεδόν ανύπαρκτα, άλλοτε τα βλέπεις κι άλλοτε δεν τα βλέπεις. Μπορούν να παραποιηθούν και να αλλοιωθούν και να εμφανίζονται κατά βούληση. Κάτι σαν το άυλο χρήμα: υπάρχει και δεν υπάρχει, μην το είδατε. Οι ειδικοί βέβαια επινοούν κάθε τόσο συστήματα ασφαλείας και προστασίας των κειμένων, αλλά χρειάζεται πολύς χρόνος για να οικοδομηθεί η αντίστοιχη εμπιστοσύνη των χρηστών στον άυλο κόσμο. Κι έτσι συνεχίζει να υπάρχει το καθεστώς του χαρτοβασιλείου που ζούμε γύρω μας, και δεν αρκεί να υποβάλεις ηλεκτρονικά τα όποια δικαιολογητικά σου, αλλά σου ζητούν και την υλοποίησή τους ‘δια χάρτου και μέλανος’.
Δεν είναι όμως μόνο τα κάθε είδους ‘χαρτιά’ (πιστοποιητικά, γνωματεύσεις, συνταγές, παραπεμπτικά, πρόχειρα και επίσημα, αλλά και οι ‘συλλογικότητές’ τους, βιβλία και περιοδικά και κάθε είδους άθροισμα τυπωμένου χάρτου, σε ποικίλα μεγέθη και σχήματα, που κι αυτά πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Κι εδώ υπάρχει μια σχέση αγάπης-μίσους: όσο τα αποστρεφόμαστε σαν στοίβες που μας πνίγουν (αφενός με τον όγκο τους και αφετέρου με τις ενοχές που μας δημιουργούν γιατί δεν τα διαβάζουμε), τόσο επιδιώκουμε να τα αποκτήσουμε. Αγοράζουμε εμείς, μας τα φέρνουν δώρα άλλοι, κρατούμε τα παλιά για την ανάμνηση, αλλά σπεύδουμε κάθε τόσο να προσθέσουμε καινούργια στο σωρό των ανοικτών αναγνωστικών εκκρεμοτήτων. Κάποιοι δεν αρκούνται στο να αποκτούν, αλλά επιδιώκουν και να γράφουν και να παράγουν βιβλία – προχωρημένη κατάσταση! Ακόμη, τα έντυπα όσο πάνε και μεγαλώνουν σε μέγεθος. Την αρχή βέβαια την έκανε ο Όμηρος με τις δεκαπέντε χιλιάδες στίχους της Ιλιάδας και τις δώδεκα χιλιάδες της Οδύσσειας, αλλά έργα τέτοιου μεγέθους αποτελούσαν εξαιρέσεις μέχρι πρόσφατα. Σήμερα τόσο τα λογοτεχνικά βιβλία όσο και τα επιστημονικά περιοδικά αυξάνονται σε έκταση και αντίστοιχα μικραίνουν το μέγεθος των γραμμάτων τους, δημιουργώντας και πρόβλημα όρασης στους αναγνώστες. Και χρειάζεται ιδιαίτερο θάρρος και αποφασιστικότητα για ν’ αρχίσει κανείς να τα ξεφορτώνεται, είτε δωρίζοντας, είτε καταστρέφοντας.
Εδώ που τα λέμε, σε πολλούς από μας υπάρχει και ο προσωπικός εγωισμός: άλλο είναι να βλέπεις το όνομά σου σε ηλεκτρονικό κείμενο μέσα στον λαβύρινθο του διαδικτύου και τελείως άλλο να το πιάνεις με φυσική υπόσταση, να το θαυμάζεις, να μυρίζεις το φρεσκοτυπωμένο χαρτί, να το δείχνεις αυτάρεσκα και να το κάνεις δώρο. Ήδη ενώ γράφω την κριτική αυτή δημηγορία ετοιμάζω για έκδοση τα κείμενα του παρελθόντος έτους, εν γνώσει μου ότι θα προσθέσω μερικές ακόμη εκατοντάδες σελίδες στο υπάρχον χαρτοχάος (δάσκαλε που δίδασκες…, αλλά από την άλλη, γιατί ο Τάδε γνωστός φιλόσοφος και τακτικός επιφυλλιδογράφος και όχι κι εγώ;).
Άφησα τελευταία την περιβαλλοντική διάσταση, που δεν είναι καθόλου ασήμαντη: το χαρτί που τυπώνουμε προέρχεται από δένδρα και δάση. Δεν είναι ανακυκλωμένο: αυτό το αφήνουμε για πιο ευτελείς και ταπεινές χρήσεις, για κει που κάποτε χρησιμοποιούσαμε παλιές εφημερίδες κομμένες σε μικρά ορθογώνια τεμάχια. Καθαρό χαρτί, νέα δένδρα και δάση ολοκαύτωμα στον βωμό του εθισμού μας με το κάθε είδους έντυπο. Η ποσότητα που καταναλώνουμε αυξάνεται γεωμετρικά, χωρίς να διαφαίνεται ελπίδα να αναστραφεί το ρεύμα.
Θα μπορούσαμε βέβαια να βάλουμε ως σύνθημα σε κάθε γραφείο και πάνω από κάθε εκτυπωτή, κατ’ αναλογίαν με παλιό διαφημιστικό ρητό, τη φράση «Σκέψου πριν το τυπώσεις». Κάποιοι το κάνουν, ιδίως εκτός συνόρων, στην… άγρια Δύση. Εμείς επιμένουμε ελληνικά. Κι έτσι θα συνεχίσουμε να παλεύουμε με το χαρτί, έστω κι αν η μάχη είναι χαμένη σαν τις Θερμοπύλες. Η παροιμιακή έκφραση «τον τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί», πέρα από την αναφορά της στην πανταχού παρούσα γραφειοκρατία και τυπολατρία, αποδίδει άριστα την περιρρέουσα πραγματικότητα.
Όσο για τα βιβλία, θα δανεισθώ τη ρήση του Francis Bacon (1561 - 1626): «Μερικά βιβλία είναι για να τα δοκιμάζεις, άλλα για να τα καταπίνεις, και κάποια λίγα για να τα μασάς και να τα χωνεύεις». Με δεδομένο τον εκδοτικό πληθωρισμό της εποχής μας, θα πρόσθετα ότι πάρα πολλά βιβλία μπορούμε να τα προσπερνούμε χωρίς να τα αγγίξουμε.
2 σχόλια:
Πάντως εγώ, γλίτωσα από το προσωπικό χαρτομάνι. Στο νέφος του διαδικτύου και σε κανά δυο στικάκια, όγκος μεγάλος, τόσο ιδιωτικά κείμενα όσο περισσότερα τρίτων αποθηκευμένα, και το τραπέζι είναι σχεδόν άδειο. Ό,τι χρειάζεται, εκτυπώνεται εκείνη τη στιγμή.
τα είπες όλα γιατρέ, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όπως πάντα, όσον αφορά το χαρτοβασίλειο που μας κυκλώνει.Βιβλία κακά, που δεν χωνεύονται με τίποτε τα απομακρύνουμε. Τα άλλα όλα ή τα χαρίζουμε όπου αγαπάμε ή τα κρατάμε. Μένω όμως στο περιβαλλοντικό κομμάτι που πονάει στην ηλεκτρονική εποχή μας, και δεν τυπώνω τίποτε που δεν μου χρειάζεται. Η σπατάλη χαρτιού στην εποχή μας είναι μάστιγα για τα δάση του πλανήτη και υπάρχουν πολλοί τρόποι περιορισμού και επανατύπωσης για οικονομία (περιβαλλοντική εννοώ)
Δημοσίευση σχολίου