Για τρίτη ή τέταρτη φορά (αν θυμάμαι καλά) στην επαγγελματική μου ζωή βρέθηκα να ‘ξετρυπώνω’ έναν καρκίνο σε ασθενή που παρακολουθούσα επί χρόνια για άλλα προβλήματα. Αν η αναγγελία μιας τέτοιας διάγνωσης σ’ έναν άρρωστο που τον συναντά κανείς για πρώτη φορά είναι ψυχικά δύσκολη, πόσο πιο δύσκολη γίνεται όταν ο απέναντι είναι παλιός γνώριμος, σχεδόν φίλος, που κάθε τόσο ερχόταν να μοιραστεί τα διάφορα ενοχλήματά του και να εισπράξει περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικές συμβουλές και λύσεις, ή έστω μια καθησυχαστική κουβέντα. Ή την έγκριση του γιατρού να πετάξει στο Βερολίνο ένα σαββατοκύριακο για να παρακολουθήσει μια συναυλία της φημισμένης Φιλαρμονικής... («Ναι, αν με πάρεις μαζί σου!»). Ευτυχώς η στωικότητα του συγκεκριμένου αρρώστου έκανε την όλη συνομιλία λιγότερο επώδυνη. Το μέλλον θα δείξει.
Πριν λίγες μέρες έζησα μια ακόμη πιο ιδιαίτερη περίπτωση. Μου έστειλαν να εκτιμήσω αναπνευστικά έναν άνθρωπο που ετοιμαζόταν για επέμβαση στον θώρακα. Το επίθετο που μου είπαν στο τηλέφωνο μου φάνηκε οικείο. «Πώς λέγεσαι;» τον ρώτησα μόλις μπήκε. Το μικρό όνομα (αυτό που περίμενα) δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση, όπως και το έτος γέννησης: ίδιο με το δικό μου. Το παρουσιαστικό του είχε αλλάξει, αλλά η φωνή είχε ακόμη ένα ελάχιστο ίχνος της αγροτικής προφοράς που θυμόμουν. «Σε ποιο σχολείο πήγες;» συνέχισα. Μου είπε το Γυμνάσιο, αλλά εγώ ήθελα το Δημοτικό. Όταν μου είπε έναν άσχετο αριθμό, εγώ επέμεινα: «Δεν έκανες μια χρονιά και κάπου αλλού;» Υποθέτω ότι κάπου εδώ κατάλαβε πού το πήγαινα: ήμασταν μαζί στην τάξη εκείνη, και του το επιβεβαίωσα με το όνομα του δασκάλου και των συμμαθητών μας. Η σύζυγος που τον συνόδευε είχε ξαφνιαστεί με όσα άκουγε. Μπορεί να ξεχνώ άλλα πιο πρόσφατα πράγματα, αλλά ο κατάλογος της τάξης δεν ξεθωριάζει εύκολα από τη μνήμη. Στα 45 χρόνια που μεσολάβησαν δεν είχαμε ανταμώσει ούτε μια φορά, ούτε είχα ξανακούσει το όνομά του. Και τώρα, ένα τυχαίο παθολογικό εύρημα στην ακτινογραφία και οι σχετικές υποψίες τον έφεραν και πάλι μπροστά μου. Ελπίζω η όλη εξέλιξη να μην είναι δυσοίωνη.
Πριν λίγες μέρες έζησα μια ακόμη πιο ιδιαίτερη περίπτωση. Μου έστειλαν να εκτιμήσω αναπνευστικά έναν άνθρωπο που ετοιμαζόταν για επέμβαση στον θώρακα. Το επίθετο που μου είπαν στο τηλέφωνο μου φάνηκε οικείο. «Πώς λέγεσαι;» τον ρώτησα μόλις μπήκε. Το μικρό όνομα (αυτό που περίμενα) δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση, όπως και το έτος γέννησης: ίδιο με το δικό μου. Το παρουσιαστικό του είχε αλλάξει, αλλά η φωνή είχε ακόμη ένα ελάχιστο ίχνος της αγροτικής προφοράς που θυμόμουν. «Σε ποιο σχολείο πήγες;» συνέχισα. Μου είπε το Γυμνάσιο, αλλά εγώ ήθελα το Δημοτικό. Όταν μου είπε έναν άσχετο αριθμό, εγώ επέμεινα: «Δεν έκανες μια χρονιά και κάπου αλλού;» Υποθέτω ότι κάπου εδώ κατάλαβε πού το πήγαινα: ήμασταν μαζί στην τάξη εκείνη, και του το επιβεβαίωσα με το όνομα του δασκάλου και των συμμαθητών μας. Η σύζυγος που τον συνόδευε είχε ξαφνιαστεί με όσα άκουγε. Μπορεί να ξεχνώ άλλα πιο πρόσφατα πράγματα, αλλά ο κατάλογος της τάξης δεν ξεθωριάζει εύκολα από τη μνήμη. Στα 45 χρόνια που μεσολάβησαν δεν είχαμε ανταμώσει ούτε μια φορά, ούτε είχα ξανακούσει το όνομά του. Και τώρα, ένα τυχαίο παθολογικό εύρημα στην ακτινογραφία και οι σχετικές υποψίες τον έφεραν και πάλι μπροστά μου. Ελπίζω η όλη εξέλιξη να μην είναι δυσοίωνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου