«Θάρθεις από το σπίτι να πάρεις ένα κέικ;» Η κυρα-Δέσποινα δεν περιμένει απάντηση, το θεωρεί δεδομένο. Έτσι κάνω μια παράκαμψη στο δρόμο για το σπίτι και σταματώ μπροστά στήν πεντακάθαρη αυλή της. Περιμένει στην πόρτα. Το κέικ είναι παράδοση εδώ και χρόνια, με εγγυημένη φρεσκάδα και γεύση. Δεν έρχεται μόνο του: να κι ένα βάζο γλυκό κουταλιού, να και όψιμα (και μυρωδάτα) τριαντάφυλλα από τον κήπο της, να και ζεστές τηγανίτες με μέλι. Και μια αρμαθιά μικρές καυτερές κόκκινες πιπεριές ‘τσίλι’; Λέω όχι στις τελευταίες. «Σαν αύριο ο μακαρίτης κλείνει οχτώ χρόνια», προσθέτει καθώς ξεκινώ να φύγω με τα πεσκέσια της.
Ο μακαρίτης δεν ήταν υπόδειγμα αρετής και τελειότητος. Οι καταχρήσεις ήταν η δική του ‘παράδοση’. Η κυρα-Δέσποινα δεν τον κακολογεί: τα λίγα που λέει για τα ξενύχτια και το χαρτοπαίγνιό του δεν προφέρονται με πικρία. Καταλαβαίνει κανείς ότι σίγουρα υπέμεινε ουκ ολίγα από τη μεταχείρισή του. Κι όμως, κάθε χρόνο τον μνημονεύει και φτιάχνει, κατά την παραγγελία του, ένα κέικ για τον γιατρό που τον φρόντισε στα τελευταία του. Αντί κολλύβων.
3 σχόλια:
Τρυφερό! Και αποδίδοντας την ελληκική κοινωνία καθ' όλα!
Μού άρεσε πολύ! Καλημέρες!
Ευχαριστώ! Είναι το αντίδοτο στον κυνισμό που μας έχει καταλάβει μέσα στην ατμόσφαιρα που ζούμε. Εύχεσθε!
Νομίζω πως έχω δοκιμάσει από τα κέικ της κυρα-Δέσποινας. Άριστα!
και ο Θεός ας αναπαύσει τον κύρη της. Κάτι τέτοιες μεγαλόψυχες γυναίκες ανεβάζουν τον πήχυ για όλες μας.
Δημοσίευση σχολίου