Παρασκευή βράδυ, η προγραμματισμένη εργασία τελειώνει νωρίς, η μέρα έχει μεγαλώσει, ο καιρός είναι καλός, από το παράθυρο βλέπω τη θάλασσα. Πόσος καιρός πάει που περπάτησα τελευταία φορά στην παραλία; Οι δυο επεμβάσεις, η ανάρρωση στο σπίτι, η περιορισμένη κινητικότητα, ύστερα η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα με το δικό τους έκτακτο (και με τις δυο έννοιες της λέξης) πρόγραμμα, η αργή και βαθμιαία επάνοδος στη συνηθισμένη δραστηριότητα, όλα αυτά κάνουν τη χρονική απόσταση να φαντάζει μεγάλη. Τώρα όμως ‘ελήλυθεν η ώρα’: τουλάχιστον μπορώ να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου.
Είναι σχεδόν οκτώμιση. Η ατμόσφαιρα είναι ευχάριστα δροσερή, το βάδισμα αρκετά άνετο, αν και το γόνατο είναι ακόμη αδύνατο. Περιμένοντας στη διάβαση βλέπω κάποιον απέναντι να σταθμεύει ακριβώς μπροστά στη ράμπα για τους αναπήρους. Άλλοτε ίσως να μην έδινα και τόση σημασία, δεν αποκλείεται να το είχα κάνει κι εγώ απερίσκεπτα σε ανάλογη περίσταση. Τώρα η πρόσφατη εμπειρία μου με κάνει να το προσέξω. Πόσα μαθαίνει κανείς όταν αλλάξει ρόλους...
Η παραλία είναι ήσυχη. Υπάρχει αρκετός κόσμος, πεζοί, ποδηλάτες, σκυλιά και τα αφεντικά τους. Ο ήλιος έχει δύσει, λίγα σύννεφα κυκλοφορούν νωχελικά στον ουρανό, ένα μεγάλο φορτηγό πλοίο είναι αραγμένο στα ανοιχτά του λιμανιού με τα φώτα του αναμμένα. Παίρνω την κατεύθυνση προς τον Λευκό Πύργο, για να βλέπω την πόλη να νυχτώνει. Το πόδι θέλει λίγη προσοχή, αλλά γενικά ανταποκρίνεται στον ‘αριστοκρατικό’ ρυθμό του βαδίσματος: οι παλιότερες ταχύτητες ανήκουν στο παρελθόν. Κάθε τόσο με προσπερνούν άνθρωποι διαφόρων ηλικιών που τρέχουν. Από τη μια θα ήθελα να είμαι στη θέση τους, από την άλλη λέω στον εαυτό μου ότι εφόσον δεν το έκανα τότε που μπορούσα δεν δικαιούμαι να ζηλεύω τώρα. Μάθημα.
Ενώ βαδίζω, σκέφτομαι πως η αλλαγή στις συνθήκες της υγείας μας κάνει να αναθεωρήσουμε μια σειρά από ενέργειες και δεξιότητες που τις θεωρούσαμε οικείες, δεδομένες, αυτόματες. Συνήθως κανείς δεν θυμάται μετά από τόσα χρόνια πώς έμαθε για πρώτη φορά να ντύνεται, να φοράει τις κάλτσες του, να δένει τα κορδόνια του, να κάνει ένα ντους, να βαδίζει, να ανεβοκατεβαίνει σκάλες, να μπαίνει στο αυτοκίνητο, και τόσα άλλα. Η μικρή ή μεγάλη αναπηρία που συνεπάγεται μια χειρουργική επέμβαση (ανάλογα με το είδος της) μας κάνει να ξανασχεδιάσουμε και να μάθουμε από την αρχή πώς να κάνουμε καθεμία από τις κινήσεις αυτές, στην αρχή με βοηθούς και βοηθήματα, σιγά-σιγά και διστακτικά όλο και πιο αυτόνομοι. Κάθε νέο ‘επίτευγμα’ το χαιρόμαστε σαν μια μικρή νίκη, ένα βήμα στο δρόμο της αποκατάστασης, μια αφορμή ευγνωμοσύνης για το κέρδος, και μια αίσθηση ντροπής για τα τόσα ‘ευχαριστώ’ που δεν λέγαμε όταν είμασταν υγιείς και αρτιμελείς και το σώμα μας δούλευε αθόρυβα και αρμονικά. Κι άλλο μεγάλο μάθημα.
Πόσες φορές άκουσα τις τελευταίες εβδομάδες από φίλους και ασθενείς μου το ερώτημα: «Αρρωσταίνουν και οι γιατροί;». Η σταθερή μου απάντηση: «Μας χρειάζεται». Κάπου είχα διαβάσει πριν από χρόνια ότι μια-δυο γενιές παλιότερα οι γιατροί είχαν μεγαλύτερη κατανόηση προς τους ασθενείς διότι μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους είχαν οι ίδιοι περάσει τουλάχιστον μία σοβαρή αρρώστια, όπως τύφο, ελονοσία ή φυματίωση, και είχαν μείνει εβδομάδες ή και μήνες στο κρεβάτι. Είχαν γνωρίσει τον πυρετό, τον πόνο, την σωματική αδυναμία ως παθόντες, στο πετσί τους, όχι απλώς από τα βιβλία και τις περιγραφές των άλλων. Σήμερα θεωρούμε το αγαθό της υγείας αυτονόητο, και δυσανασχετούμε πολύ εύκολα αν κάτι το αμαυρώσει. Ας ρωτήσουμε και κανέναν άρρωστο. Κι ας θυμηθούμε το μάθημα αυτό την επόμενη φορά που θα δούμε άρρωστο.
Με τις σκέψεις αυτές αποφασίζω να επιστρέψω. Ήδη βαδίζω ένα τέταρτο της ώρας, πρώτη φορά είναι, ‘ικανόν εστι’. Μεταβολή λοιπόν. Το αεράκι που ώς τώρα ήταν στην πλάτη μου με χτυπάει στο πρόσωπο και κάνει τα μάτια μου να δακρύσουν. Τα φώτα της παραλίας σιγά-σιγά ανάβουν, η θερμοκρασία πέφτει, η κίνηση αραιώνει. Ώρα για ανάπαυση. Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν.
Είναι σχεδόν οκτώμιση. Η ατμόσφαιρα είναι ευχάριστα δροσερή, το βάδισμα αρκετά άνετο, αν και το γόνατο είναι ακόμη αδύνατο. Περιμένοντας στη διάβαση βλέπω κάποιον απέναντι να σταθμεύει ακριβώς μπροστά στη ράμπα για τους αναπήρους. Άλλοτε ίσως να μην έδινα και τόση σημασία, δεν αποκλείεται να το είχα κάνει κι εγώ απερίσκεπτα σε ανάλογη περίσταση. Τώρα η πρόσφατη εμπειρία μου με κάνει να το προσέξω. Πόσα μαθαίνει κανείς όταν αλλάξει ρόλους...
Η παραλία είναι ήσυχη. Υπάρχει αρκετός κόσμος, πεζοί, ποδηλάτες, σκυλιά και τα αφεντικά τους. Ο ήλιος έχει δύσει, λίγα σύννεφα κυκλοφορούν νωχελικά στον ουρανό, ένα μεγάλο φορτηγό πλοίο είναι αραγμένο στα ανοιχτά του λιμανιού με τα φώτα του αναμμένα. Παίρνω την κατεύθυνση προς τον Λευκό Πύργο, για να βλέπω την πόλη να νυχτώνει. Το πόδι θέλει λίγη προσοχή, αλλά γενικά ανταποκρίνεται στον ‘αριστοκρατικό’ ρυθμό του βαδίσματος: οι παλιότερες ταχύτητες ανήκουν στο παρελθόν. Κάθε τόσο με προσπερνούν άνθρωποι διαφόρων ηλικιών που τρέχουν. Από τη μια θα ήθελα να είμαι στη θέση τους, από την άλλη λέω στον εαυτό μου ότι εφόσον δεν το έκανα τότε που μπορούσα δεν δικαιούμαι να ζηλεύω τώρα. Μάθημα.
Ενώ βαδίζω, σκέφτομαι πως η αλλαγή στις συνθήκες της υγείας μας κάνει να αναθεωρήσουμε μια σειρά από ενέργειες και δεξιότητες που τις θεωρούσαμε οικείες, δεδομένες, αυτόματες. Συνήθως κανείς δεν θυμάται μετά από τόσα χρόνια πώς έμαθε για πρώτη φορά να ντύνεται, να φοράει τις κάλτσες του, να δένει τα κορδόνια του, να κάνει ένα ντους, να βαδίζει, να ανεβοκατεβαίνει σκάλες, να μπαίνει στο αυτοκίνητο, και τόσα άλλα. Η μικρή ή μεγάλη αναπηρία που συνεπάγεται μια χειρουργική επέμβαση (ανάλογα με το είδος της) μας κάνει να ξανασχεδιάσουμε και να μάθουμε από την αρχή πώς να κάνουμε καθεμία από τις κινήσεις αυτές, στην αρχή με βοηθούς και βοηθήματα, σιγά-σιγά και διστακτικά όλο και πιο αυτόνομοι. Κάθε νέο ‘επίτευγμα’ το χαιρόμαστε σαν μια μικρή νίκη, ένα βήμα στο δρόμο της αποκατάστασης, μια αφορμή ευγνωμοσύνης για το κέρδος, και μια αίσθηση ντροπής για τα τόσα ‘ευχαριστώ’ που δεν λέγαμε όταν είμασταν υγιείς και αρτιμελείς και το σώμα μας δούλευε αθόρυβα και αρμονικά. Κι άλλο μεγάλο μάθημα.
Πόσες φορές άκουσα τις τελευταίες εβδομάδες από φίλους και ασθενείς μου το ερώτημα: «Αρρωσταίνουν και οι γιατροί;». Η σταθερή μου απάντηση: «Μας χρειάζεται». Κάπου είχα διαβάσει πριν από χρόνια ότι μια-δυο γενιές παλιότερα οι γιατροί είχαν μεγαλύτερη κατανόηση προς τους ασθενείς διότι μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους είχαν οι ίδιοι περάσει τουλάχιστον μία σοβαρή αρρώστια, όπως τύφο, ελονοσία ή φυματίωση, και είχαν μείνει εβδομάδες ή και μήνες στο κρεβάτι. Είχαν γνωρίσει τον πυρετό, τον πόνο, την σωματική αδυναμία ως παθόντες, στο πετσί τους, όχι απλώς από τα βιβλία και τις περιγραφές των άλλων. Σήμερα θεωρούμε το αγαθό της υγείας αυτονόητο, και δυσανασχετούμε πολύ εύκολα αν κάτι το αμαυρώσει. Ας ρωτήσουμε και κανέναν άρρωστο. Κι ας θυμηθούμε το μάθημα αυτό την επόμενη φορά που θα δούμε άρρωστο.
Με τις σκέψεις αυτές αποφασίζω να επιστρέψω. Ήδη βαδίζω ένα τέταρτο της ώρας, πρώτη φορά είναι, ‘ικανόν εστι’. Μεταβολή λοιπόν. Το αεράκι που ώς τώρα ήταν στην πλάτη μου με χτυπάει στο πρόσωπο και κάνει τα μάτια μου να δακρύσουν. Τα φώτα της παραλίας σιγά-σιγά ανάβουν, η θερμοκρασία πέφτει, η κίνηση αραιώνει. Ώρα για ανάπαυση. Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν.
1 σχόλιο:
Σε καταλαβαινω απολυτα.Ad hoc..Πριν 3 χρονια ενα υποκεφαλικο καταγμα με εκανε να αναθεωρησω ( για αρκετους μηνες) πολλα που θεωρουσα ως δεδομενα..Ατυχως, ξεχνουμε πολυ γρηγορα, κι..επανερχομαστε στην ανοητη οιηση της πεπτωκυιας φυσης μας.
Καλο σαββατοκυριακο.
Δημοσίευση σχολίου