Συνάδελφος και φίλος αδελφικός μου είπε κάποια μέρα πριν από καιρό με παραπονεμένο ύφος: «Δεν θέλω να πεθάνω τέτοια εποχή!». Τον καταλαβαίνω απόλυτα.
Απ’ όλες τις μοναξιές που έχει επιφέρει η τρέχουσα πανδημία -- κοινωνικοί αποκλεισμοί, χωρισμοί από συγγενείς και φίλους, απαγόρευση εκκλησιαστικών και κοσμικών συνάξεων, γιορτές και επέτειοι ‘κατά μόνας’, ‘εν τοις κελλίοις ημών’, νοσηλεία χωρίς παρουσία συνοδών -- η μοναξιά του θανάτου είναι από τις πιο δυσβάστακτες. Όχι για τον θανόντα: εκείνος έχει απελευθερωθεί από τα δεσμά της σαρκός και είναι πλέον πέρα από κάθε γήινο. Για κείνους που μένουν όμως; Για συζύγους, παιδιά, αδέλφια, φίλους, γνωστούς; Πότε και πώς θα αποχαιρετίσουν τον άνθρωπό τους; Η τελευταία ματιά από απόσταση, και μόνο για όποιον έτυχε να παρευρίσκεται στο τέλος. Ο ασπασμός απαγορευμένος. Το φέρετρο σφραγισμένο, η σορός επίφοβη πηγή μόλυνσης, θα πρέπει να μείνει μέσα στο χώμα δέκα χρόνια (πώς τα υπολόγισαν άραγε;). Η παρουσία στην νεκρώσιμη ακολουθία και την ταφή μόνο για πολύ λίγους, μετρημένους στα δάχτυλα. Κι αυτοί θα γυρίσουν στα σπίτια τους, στη ζωή τους, στις αναμνήσεις τους, μ’ ένα κενό στη ζωή τους: ότι δεν έκαναν «όλα τα χρέγια», όπως έλεγε μια παραδοσιακή γιαγιά στο χωριό του αγροτικού μου.
Αυτά και άλλα παρόμοια πέρασαν από το μυαλό μου ενώ συμπλήρωνα χθες το αποβιωτήριο της μητέρας ενός παλιού φίλου, που είχε τη μοιραία συνάντηση με τον Covid στα 95 της. Ο Θεός να την αναπαύσει στη χώρα των ζώντων.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια για να πεις κάτι, αρκεί να έχουν την κατάλληλη έμφαση
Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020
"Για δες καιρό..."
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου