Ένα θέμα που ανέκυψε τις μέρες αυτές, όχι για πρώτη φορά, και δεν το έχουμε αναδείξει καθόλου είναι η αρχαία Ελλάδα. Ή μάλλον οι αρχαιότητες της Ελλάδος. Παράλειψη! Θα έλεγε κανείς ότι από μια άποψη οι δυο λέξεις είναι συνώνυμες: πολλοί ξένοι π.χ. στο άκουσμα ‘Ελλάδα’ αυτόματα κολλάνε και το επίθετο ‘αρχαία’. Αλλά κι εμείς οι γηγενείς εκεί καταφεύγουμε όταν θέλουμε να ανεβάσουμε το ηθικό μας, να αποστρέψουμε το βλέμμα από τον μίζερο 21ο αιώνα και να καυχηθούμε απέναντι σε τρίτους («με τις αρχαιότητες φτιάχνουν άλλο Γαλαξία των Ελλήνων οι κοινότητες», τραγουδάει ο Σαββόπουλος). Έστω κι αν αγνοούμε εν πολλοίς τη συνεισφορά των προγόνων μας στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Το θέμα ανακινήθηκε τελευταία με την απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου ότι τα 2/3 του Πειραιά είναι ζώνη αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, κάτι που έχει σοβαρές συνέπειες για τις επενδύσεις των Κινέζων στο πρώτο λιμάνι της χώρας (όπως αντίστοιχα και για εκείνες στο Ελληνικό, ή για την κατασκευή του μετρό τη Θεσσαλονίκης ή για άλλα έργα γενικότερου ενδιαφέροντος και μεγάλου οικονομικού κόστους και αντικρίσματος). Πολλοί βλέπουν πολιτικές/ιδεολογικές διαστάσεις στην απόφαση του ΚΑΣ («Τώρα ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι τον Πειραιά;»), ωστόσο εδώ ας δούμε λίγο το πράγμα από κάποια απόσταση.
Αναμφίβολα πολλά μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας κάθονται πάνω σε οικισμούς παλαιοτέρων εποχών, κι άν ήταν να χτιστεί σήμερα εξαρχής η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος, η Λάρισα και τόσες άλλες πόλεις, το ΚΑΣ θα έπρεπε να είναι στημένο σε κάθε γωνία και να ‘κόβει’ τις άδειες δόμησης διότι κάποιο αρχαίο θα κατέστρεφαν ή θα συγκάλυπταν τα νεότερα κτίσματα (ο πονηρός εαυτός μου υποπτεύεται ότι πιθανώς θα εφευρισκόταν κάποιο ’ειδικό τέλος νομιμοποίησης’ που θα προσπερνούσε την ακαμψία της γραφειοκρατίας). Το βασικό όμως ερώτημα παραμένει: τι κάνουμε με τον υποχθόνιο αρχαιολογικό μας πλούτο;
Μια πεζή και κυνική λύση θα ήταν να τον αγνοήσουμε: αρκετές αρχαιότητες έχουμε διαθέσιμες, ας φροντίσουμε να τις συντηρούμε, να τις αναδεικνύουμε και να τις προσφέρουμε στους επισκέπτες τους με την μεγαλύτερη δυνατή άνεση, χωρίς να τους θέτουμε συνδικαλιστικά προσκόμματα (γράφε λουκέτα) ή πρακτικές δυσχέρειες στην πρόσβαση. Στο άλλο άκρο, εκείνο της ιδεαλιστικής ουτοπίας, θα μπορούσαμε να κηρύξουμε ολόκληρη τη χώρα διατηρητέο αρχαιολογικό πάρκο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς (υπό την αιγίδα της UNESCO), που να προστατεύεται από ξένες επιβουλές, παρεμβάσεις, εισβολές αλλοφύλων, και του οποίου οι κάτοικοι θα μιλούν μόνο την αττική διάλεκτο χάριν των τουριστών που θα επισκέπτονται το πάρκο έναντι αδρού τιμήματος (που θα είναι άλλωστε και το μόνο έσοδο της χώρας).
Κάπου ανάμεσα στον κυνισμό και την ουτοπία θα πρέπει να αναζητήσουμε τη χρυσή τομή, που θα σέβεται το παρελθόν, αλλά θα αφήνει δυνατότητες και για το μέλλον. Διότι προς τα εκεί πορευόμαστε, όχι προς τα πίσω.
Το θέμα ανακινήθηκε τελευταία με την απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου ότι τα 2/3 του Πειραιά είναι ζώνη αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, κάτι που έχει σοβαρές συνέπειες για τις επενδύσεις των Κινέζων στο πρώτο λιμάνι της χώρας (όπως αντίστοιχα και για εκείνες στο Ελληνικό, ή για την κατασκευή του μετρό τη Θεσσαλονίκης ή για άλλα έργα γενικότερου ενδιαφέροντος και μεγάλου οικονομικού κόστους και αντικρίσματος). Πολλοί βλέπουν πολιτικές/ιδεολογικές διαστάσεις στην απόφαση του ΚΑΣ («Τώρα ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι τον Πειραιά;»), ωστόσο εδώ ας δούμε λίγο το πράγμα από κάποια απόσταση.
Αναμφίβολα πολλά μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας κάθονται πάνω σε οικισμούς παλαιοτέρων εποχών, κι άν ήταν να χτιστεί σήμερα εξαρχής η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος, η Λάρισα και τόσες άλλες πόλεις, το ΚΑΣ θα έπρεπε να είναι στημένο σε κάθε γωνία και να ‘κόβει’ τις άδειες δόμησης διότι κάποιο αρχαίο θα κατέστρεφαν ή θα συγκάλυπταν τα νεότερα κτίσματα (ο πονηρός εαυτός μου υποπτεύεται ότι πιθανώς θα εφευρισκόταν κάποιο ’ειδικό τέλος νομιμοποίησης’ που θα προσπερνούσε την ακαμψία της γραφειοκρατίας). Το βασικό όμως ερώτημα παραμένει: τι κάνουμε με τον υποχθόνιο αρχαιολογικό μας πλούτο;
Μια πεζή και κυνική λύση θα ήταν να τον αγνοήσουμε: αρκετές αρχαιότητες έχουμε διαθέσιμες, ας φροντίσουμε να τις συντηρούμε, να τις αναδεικνύουμε και να τις προσφέρουμε στους επισκέπτες τους με την μεγαλύτερη δυνατή άνεση, χωρίς να τους θέτουμε συνδικαλιστικά προσκόμματα (γράφε λουκέτα) ή πρακτικές δυσχέρειες στην πρόσβαση. Στο άλλο άκρο, εκείνο της ιδεαλιστικής ουτοπίας, θα μπορούσαμε να κηρύξουμε ολόκληρη τη χώρα διατηρητέο αρχαιολογικό πάρκο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς (υπό την αιγίδα της UNESCO), που να προστατεύεται από ξένες επιβουλές, παρεμβάσεις, εισβολές αλλοφύλων, και του οποίου οι κάτοικοι θα μιλούν μόνο την αττική διάλεκτο χάριν των τουριστών που θα επισκέπτονται το πάρκο έναντι αδρού τιμήματος (που θα είναι άλλωστε και το μόνο έσοδο της χώρας).
Κάπου ανάμεσα στον κυνισμό και την ουτοπία θα πρέπει να αναζητήσουμε τη χρυσή τομή, που θα σέβεται το παρελθόν, αλλά θα αφήνει δυνατότητες και για το μέλλον. Διότι προς τα εκεί πορευόμαστε, όχι προς τα πίσω.
2 σχόλια:
ΕΙΝΑ[ ΛΥΠΗΡΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΦΑΝΕΙΑ. Η ΕΛΛΑΔΑ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΕΙ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΛΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. - "ΚΑΠΟΤΕ ΧΤΙΖΑΜΕ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΣ,ΣΗΜΕΡΑ ΧΤΙΖΟΥΜΕ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ" BILL BRYSON ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ.
Ενδιαφερουσα η ιδεαλιστικη ουτοπια -προταση.Δεν ξερω ομως αν εμεινε κατι για την UNESCO και δεν τα πηρε ολα το Υ Π Ε Ρ Τ Α Μ Ε Ι Ο....Μηπως,λεω,το Αρχαιολογικο Συμβουλιο προστατευει τα συμφεροντα του υπερταμειου και στον ΠΕΙΡΑΙΑ?Στο τελος με τα ΝΟΥΜΕΡΑ (153+?) που εχουμε μπλεξει ολα ειναι πιθανα.
Δημοσίευση σχολίου