Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

«Ἠσθένησα…»

«Γιατρέ μου, είναι ντροπή. Κανείς από τους συναδέλφους του δεν έχει περάσει να τον δει τόσον καιρό. Δεν ξέρω τι να πω».

     Τα λόγια της προϊσταμένης βγαίνουν από την καρδιά της, μόνο που δεν δακρύζει. Της στοιχίζει πραγματικά αυτό που βιώνει κάθε μέρα. Ο ασθενής για τον οποίο μιλάει είναι κι αυτός γιατρός, άλλης ειδικότητας, ένα-δυο χρόνια νεότερός μου, με μακρόχρονη παρουσία στον χώρο όπου νοσηλεύεται εδώ και μήνες, εντελώς παράλυτος πλέον αλλά νοητικά διαυγής και με πλήρη δυνατότητα επικοινωνίας, με δυσοίωνες προοπτικές. Τον ξέρουν οι πάντες. Και όμως η προϊσταμένη εκφράζει την πίκρα και τον πόνο της: με μια-δυο εξαιρέσεις, κανείς από τους γνωστούς του γιατρούς δεν έχει έρθει να τον δει, έστω για λίγο, τόσον καιρό. Γιατί αυτό;

      Προσπερνώ την αδιαφορία και προσπαθώ, με καλό λογισμό, να σκεφτώ πιο ανθρώπινες εξηγήσεις. Η αμηχανία είναι ένα πολύ βασικός λόγος: πώς θα φερθούμε σ’ έναν άνθρωπο που βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση; (κάτι που συχνά νιώθουμε απέναντι σε κάθε είδους ανάπηρο). Δυστυχώς η εκπαίδευσή μας είναι ελλιπής στο θέμα αυτό. Έχουμε μάθει να βλέπουμε ασθενείς με διάφορες παθήσεις, συχνά σοβαρές, με αποκλειστικά επαγγελματικό βλέμμα: ιστορικό, κλινική εξέταση, κάποιες οδηγίες και φύγαμε. Στην πορεία αυτή έχουμε ξεχάσει ή παραλείψει το καθαρά ανθρώπινο μέρος, την κοινωνική επίσκεψη. Και ειδικότερα, τι κάνουμε όταν ο ασθενής δεν είναι κάποιος ξένος αλλά ο μέχρι χθες συνεργάτης μας; Τι θα του πούμε; Όμως δεν χρειάζεται υψηλή φιλοσοφία. Για τον άνθρωπο που εδώ και καιρό η μόνη του φυσική επαφή με τον έξω κόσμο είναι το παράθυρο της κλινικής, και μόνο η ‘καλημέρα’ που θα του απευθύνει κάποιος, η παρουσία ενός τρίτου στο δωμάτιό του, τα λίγα λόγια που θα ανταλλάξουν για την κατάστασή του ή και για άσχετα θέματα, όλα αυτά αποτελούν μια ανάσα διαφορετική από αυτή που εξασφαλίζει με την μηχανική υποβοήθηση. Ακόμη, το άγγιγμα του χεριού θα πει πολύ περισσότερα από τα λόγια: Δεν με ξέχασαν· είμαι ακόμη αυτός που ήμουν και πριν, υπάρχω γι’ αυτούς σαν άνθρωπος, έστω κι αν δεν λειτουργώ σαν γιατρός.

     Θα πρόσθετα έναν ακόμη λόγο: την άβολη και δυσάρεστη υπενθύμιση ότι αυτό που συνέβη μέσα σε λίγους μήνες και εντελώς απρόοπτα στον συνάδελφο μπορεί να συμβεί και σε μένα. Μπορεί η σκέψη αυτή να μας ωθεί σε πράξεις ματαίωσης («χτύπα ξύλο!») και να τη διώχνουμε από το μυαλό μας, μην τυχόν και ‘προκαλέσουμε τη μοίρα’, αλλά από πνευματικής πλευράς είναι ό,τι πιο ωφέλιμο. Κανείς δεν εξαιρείται από τα ποικίλα νοσήματα που μας τριγυρίζουν (η πρόσφατη εμπειρία μου με τον καρκίνο είναι το πρόχειρο παράδειγμα). Κανείς δεν τα θέλει, αλλά συμβαίνουν απροσκάλεστα. Τι θα περιμέναμε από τους άλλους αν μια μέρα βρισκόμασταν στη θέση αυτή; Αντί για την απώθηση είναι πολύ προτιμότερη η αποδοχή, η αναγνώριση της πραγματικότητας, και η ‘καλημέρα’ και το έμπρακτο ενδιαφέρον για τον πάσχοντα.

     Τελικά δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Χριστός στην διδαχή του για την μέλλουσα κρίση περιέλαβε στα κριτήριά του κι εκείνο το «ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με»...  

1 σχόλιο:

Konstantinos είπε...

Νὰ ὑλικὸ γιὰ γνησιο, θεοφωτιστο καὶ χωρὶς περιττὲς καλολογίες γιὰ ἐντυσιασμό Σκοπός εἶναι νὰ λένε ἀλήθειες καὶ νὰ τὶς παντρεύουμε μὲ γεγονόα καθημερινὰ καὶ πρὸς καταρτισόν μας, ἀλλὰ καὶ ἀφύπνηση πνευματική π.κ