Στην ιατρική ονομάζουμε παθογένεια την διαδικασία με την οποία αναπτύσσεται μια νοσηρή κατάσταση, πώς δηλαδή φτάνουμε από το γενεσιουργό αίτιο στη νόσο. Ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε στοιχειωδώς την εξέλιξη της τελευταίας ‘νόσου’ που ενέσκηψε στη χώρα μας με τα αρχικά ΟΠΕΚΕΠΕ.
Αυτός που ονομάζουμε αγροτοδιατροφικό ή πρωτογενή τομέα είναι απολύτως απαραίτητος (χωρίς εξαιρέσεις) για την επιβίωσή μας. Όσα τρώμε και πίνουμε για να ζήσουμε δεν παράγονται (ως πρώτες ύλες, όχι ως βιομηχανική επεξεργασία) ούτε σε γραφεία επιχειρήσεων ούτε με τεχνητή νοημοσύνη ούτε σε χρηματιστήρια και τράπεζες: προέρχονται από χωράφια και κοπάδια και εξαρτώνται από φυσικές συνθήκες αφενός (καιρός, έδαφος, βλάστηση κλπ.) και από ανθρώπινο μόχθο αφετέρου. Και όπως έλεγε σ’ ένα από τα πρώτα του κείμενα το παλιό μας ‘Αναγνωστικό της αρχαίας ελληνικής’ του Ζούκη, «μάτην, ὦ γεωργοί, σπείρετε καὶ φυτεύετε, εἰ μὴ τὸν θεὸν βοηθὸν ἔχετε». Η παραγωγή δεν είναι ούτε εξασφαλισμένη ούτε εγγυημένη, καθώς υπόκειται σε αστάθμητες μεταβλητές.
Οι δυο αυτές ιδιότητες του πρωτογενούς τομέα (το απαραίτητο και το αστάθμητο) καθιστούν αναγκαία την κεντρική μέριμνα για την συνεχιζόμενη λειτουργία του. Από την ανάγκη αυτή πηγάζουν οι διάφορες επιδοτήσεις και αποζημιώσεις είτε από το κράτος είτε από υπερεθνικούς οργανισμούς και φορείς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι εδώ τα πράγματα είναι απολύτως νόμιμα και θεσμικά κατοχυρωμένα, και κανείς δεν μπορεί να τα αρνηθεί ή να τα αμφισβητήσει.
Όπως όμως συμβαίνει σε κάθε τομέα όπου διακινούνται μεγάλα χρηματικά ποσά, σε κάποιους (λίγους ή περισσότερους) γεννιέται ο πειρασμός του εύκολου πλουτισμού. «Γιατί να πάρω μόνο τα νόμιμα εκατό, όταν μπορώ να προσθέσω ένα-δυο μηδενικά;» σκέφτεται κάποιος, θεωρώντας ίσως ότι τα νόμιμα που του δίνουν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική αξία του προϊόντος και του κόπου του. Για να τα πάρει όμως χρειάζεται συνέταιρο σε άλλο επίπεδο, π.χ. σε κάποιο υπηρεσιακό γραφείο. «Αφού με την υπογραφή μου αυτός θα πάρει δέκα φορές περισσότερα, δεν δικαιούμαι κι εγώ την προμήθειά μου;» σκέφτεται ο υπάλληλος. Το σκεπτικό αυτό μεταφέρεται και σε άλλους αρμόδιους φορείς, και όχι σπάνια φθάνει και σε ανώτερα κλιμάκια. Ήδη ο πειρασμός έχει πάρει διαστάσεις εγκατεστημένης νόσου, καθώς από τον ένα έχουν ‘κολλήσει’ και πολλοί γείτονες που βρίσκονται σε ανάλογη θέση. Πόσοι και σε τι βαθμό θα εμπλακούν τελικά στη ‘δουλειά’ εξαρτάται από τις εκάστοτε συνθήκες και τα διαθέσιμα κονδύλια. Ας σημειωθεί εδώ ότι η ‘δουλειά’ μπορεί να αρχίζει και από πάνω, από αυτόν που έχει την διαχείριση των κονδυλίων.
Συνεπώς ο καθένας καταλαβαίνει ότι κάτι που έχει καταρχήν νόμιμη βάση στρεβλώνεται από κάποιους και καταντά παρανομία πρώτου μεγέθους. Όταν όμως η κατάχρηση και η απάτη βγει στο φως, αρχίζει η προσπάθεια μετάθεσης ευθυνών και οι διάφορες δικαιολογίες («Δεν ήξερα», «Πέφτω από τα σύννεφα!», «Γίνονται τέτοια πράγματα;»). Όλοι στρέφουν το δάχτυλο προς κάποιους άλλους, επιχειρώντας να βγάλουν και πολιτικό όφελος από τη ‘στραβή’ που έτυχε στους ‘απέναντι’, αντί να παραδεχθούν ότι «πάντες ἥμαρτον» και ότι, εκτός από τις ποινικές ευθύνες προσώπων, εκτιθέμεθα συνολικά ως χώρα.
Και μια τελευταία σκέψη. Όταν, μετά από την αποκάλυψη τέτοιων ενεργειών, οι χρηματοδοτικοί φορείς (π.χ. Ευρωπαϊκή Ένωση) θα μας μειώσουν ή θα μας αρνηθούν περαιτέρω επιδοτήσεις στο μέλλον, δεν θα είναι λίγοι οι αγρότες εκείνοι που θα κλείσουν πάλι δρόμους ζητώντας τον ‘κόπο’ τους. Κάποιοι αληθινό, κάποιοι άλλοι πλασματικό. Δυστυχώς όμως, όπως έγινε στον μύθο με τον ψεύτη βοσκό που φώναζε «Λύκος στα πρόβατα!», θα τους ακούμε με αυξημένη δυσπιστία. Και μαζί με τα ξερά θα την πληρώσουν και τα χλωρά.