Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

(Μετα)φυσικά

Προ καιρού είχα γράψει μερικές σκέψεις για τη δημιουργία του κόσμου και την σχέση επιστήμης και πίστης [ΕΔΩ]. Είναι απορίας άξιο το πώς ακόμη και κατά τεκμήριο μορφωμένοι άνθρωποι χρησιμοποιούν την πρώτη για να απορρίψουν την δεύτερη, χωρίς να σκέφτονται το λογικό σφάλμα που διαπράττουν (άκουσα προ ημερών να το κάνει κάποιος επώνυμος επιστήμονας στο ραδιόφωνο). Συμπληρώνοντας εκείνες τις σκέψεις, κάνω κάποιες ακόμη.

     Είχα γράψει τότε ότι καμιά θεωρία εξέλιξης δεν είναι ασύμβατη με την πίστη σε Θεό Δημιουργό. Τον Θεό ή τον δέχεσαι ή όχι, δεν μπορείς όμως να Τον αποκλείσεις (ή να Τον αποδείξεις) με όση επιστήμη κι αν συσσωρεύσεις (λάθος εργαλεία, έλεγα τότε). Η οποιαδήποτε εξέλιξη στο σύμπαν, είτε σε υπομικροσκοπικό είτε σε γαλαξιακό επίπεδο, δεν είναι μια διεργασία που λαμβάνει χώρα αυτόματα. Μπορεί να την ονομάζουμε φυσική, αλλά τι ακριβώς είναι το ‘φυσικό’; Πώς έγινε τόσο… ‘φυσικά’; Αν ως επιστήμονες αναζητούμε για όλα μια αλήθεια, ένα αντικειμενικό ‘γιατί’, πώς ικανοποιούμαστε μ’ ένα τέτοιο γενικό και αόριστο επίθετο που δεν μας λέει τίποτε για την αιτιολογική προέλευσή του; Αυτό είναι, νομίζω, ένα καίριο ερώτημα, απέναντι στο οποίο η επιστήμη φαίνεται να σηκώνει μάλλον αδιάφορα τους ώμους.

     Δεν έχω κανένα πρόβλημα με την εξέλιξη. (Ας σημειώσω εν παρόδω ότι η πολεμική πίστης και επιστήμης είναι εν πολλοίς κατασκεύασμα του ορθολογικού Δυτικού τρόπου σκέψης και του Δυτικού Χριστιανισμού, το οποίο επηρέασε από πολλές δεκαετίες και τη δική μας προσέγγιση). Σε καθαρά βιολογικό επίπεδο μπορώ να δεχθώ την βαθμιαία εξέλιξη των όντων, σε διάστημα Χ ετών (βάλτε όποιο μεγάλο νούμερο θέλετε, αλλά το προηγούμενο ‘γιατί’ εξακολουθεί να υφίσταται). Αυτό που δεν μπορεί να ερμηνεύσει η βιολογική εξέλιξη είναι η ανάπτυξη συνειδήσεως, με την ευρεία έννοια του όρου. Πώς ξέρω ότι υπάρχω; Πώς ξέρω ότι μια μέρα θα πεθάνω; Κανένα ζώο, όσο ‘πρωτεύον’ (primate) κι αν είναι, δεν έχει αυτή την επίγνωση. Πώς και γιατί προβληματίζομαι για το ‘μετά’; Σε πιο στενό επίπεδο, πώς εννοώ το ‘πρέπει’ και το ‘δεν πρέπει’; Αρκεί η ανατροφή και το κοινωνικό παράδειγμα; Και πώς προέκυψε αυτό; Πώς εξηγείται ο λόγος (ενδιάθετος και έναρθρος); Πώς ερμηνεύεται το αυτεξούσιο και η ελευθερία του ανθρώπου, οι φιλοδοξίες του και οι επιλογές του, που μπορούν να κυριαρχούν ακόμη και πάνω στα ‘φυσικά’ ένστικτα; Ακόμη και σε καθαρά ζωικό επίπεδο, τι ακριβώς είναι αυτά που ονομάζουμε ένστικτα;

     Όλα αυτά τα ερωτήματα δεν επιδέχονται απαντήσεις στηριγμένες σε επιστημονικές θεωρίες ή πειράματα. Η Ορθόδοξη χριστιανική ερμηνεία περικλείεται στην απλή φράση της Γένεσης «ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» [Γεν. 2:7]. Θυμούμαι μια καθηγήτρια θεολόγο στο Γυμνάσιο να μας λέει ότι ο «χοῦς ἀπὸ τῆς γῆς» μπορεί να ήταν οποιοδήποτε έμβιο ον· αυτό που έκανε την ειδοποιό διαφορά από όλα τα άλλα όντα ήταν εκείνη η θεϊκή «πνοὴ ζωῆς» που έκανε τον άνθρωπο «ψυχὴν ζῶσαν», πρόσωπο με λόγο, αυτοσυνειδησία και επίγνωση του εαυτού του και του κόσμου γύρω του. Κι αυτή η πνοή δεν μπορεί να αναλυθεί με κανένα επιστημονικό μέσον· «πίστει μόνῃ» την αποδεχόμαστε. Η αναζήτησή μας σταματάει στο κατώφλι της πίστης: εκούσια, είτε το διαβαίνουμε είτε μένουμε εκτός. Αλλά βέβαια, η κάθε επιλογή έχει και τις (μετα)φυσικές συνέπειές της.