Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

Μια φορά κι έναν καιρό

Αρχίζω με την κλασική εισαγωγή των παραμυθιών, γιατί όσα θα γράψω έχουν περάσει πλέον περίπου στη σφαίρα του μυθικού για τους νεώτερους αναγνώστες, όχι όμως και για τις δικές μας ‘σειρές’. Κάποτε λοιπόν, από τα έξι ως τα δεκαοκτώ μας χρόνια, πηγαίναμε σχολείο έξι μέρες την εβδομάδα. Επειδή ήμασταν πολλοί και οι αίθουσές μας περιορισμένες, κάναμε μάθημα εναλλάξ, τρεις μέρες πρωί και τρεις απόγευμα. Οι τάξεις μας είχαν από 30 μέχρι και 50 άτομα (στην Έκτη Δημοτικού, όταν περάσαμε τους εξήντα, χωρίσαμε σε δύο τμήματα). Στα θρανία μας καθόμασταν δύο και τρεις μαζί. Δεν είχαμε υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα για SMS, ίντερνετ και διαδραστικούς πίνακες. Διαβάζαμε και γράφαμε, όχι μόνο τα μαθήματά μας, αλλά και τις τιμωρίες μας (τόσες φορές «Δεν θα μιλάω στην τάξη» και παρόμοια), και μαθαίναμε ακόμη και ιχνογραφία και καλλιγραφία. Ακούγαμε πολλά, και «πάσα παράβασις και παρακοή» έπαιρνε την άμεση μισθαποδοσία της, με χαστούκια στο πρόσωπο ή ξυλιές στην παλάμη. Τα δεχόμασταν αδιαμαρτύρητα, μια και ήταν δεδομένα στοιχεία της παιδείας μας. Φορούσαμε και ποδιές, τα αγόρια μέχρι την Τρίτη Δημοτικού, τα κορίτσια μέχρι να τελειώσουν το εξατάξιο Γυμνάσιο (με κεντημένο το όνομα του σχολείου αριστερά στο στήθος). Από την Πέμπτη Δημοτικού δίναμε εξετάσεις δυο φορές το χρόνο, Φεβρουάριο και Ιούνιο, καθώς και εισαγωγικές για το Γυμνάσιο. Στο τελευταίο οι τιμωρίες περιλάμβαναν και την αποβολή από δύο ως τέσσερεις ημέρες για ποικίλα παραπτώματα, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να σε έδιωχναν από το σχολείο (ή και από όλα τα σχολεία της χώρας). Οι απουσίες καταγράφονταν κάθε ώρα και έπρεπε να δικαιολογούνται με την προσέλευση του κηδεμόνα, ενώ γράφονταν και στο ποινολόγιο του σχολείου και μπορεί να σου στοίχιζαν τη χρονιά. Η προαγωγή από τάξη σε τάξη δεν ήταν εξασφαλισμένη, και πολλοί ήταν εκείνοι που παραπέμπονταν σε επανεξέταση τον Σεπτέμβριο ή σε επανάληψη της ίδιας τάξης την επόμενη χρονιά. Πολλοί διέκοπταν τη φοίτηση στο Γυμνάσιο όταν συνειδητοποιούσαν ότι «δεν τα έπαιρναν τα γράμματα», και οι αριθμοί μας μειώνονταν καθώς ανεβαίναμε τάξεις, κι έτσι από οκτώ τμήματα των 60 στην Πρώτη Γυμνασίου φθάσαμε σε έξι τμήματα των 40 στην Έκτη. Για το Πανεπιστήμιο έπρεπε να περάσουμε πρώτα τις εξετάσεις του Ιουνίου, να πάρουμε απολυτήριο και να διαβάσουμε δυο μήνες το καλοκαίρι για να δώσουμε εισαγωγικές τον Σεπτέμβριο. Το απολυτήριο, εκτός από τον αριθμητικό βαθμό μας, έγραφε και τη διαγωγή μας. Στις 28 Οκτωβρίου, στη γιορτή της σημαίας, ο σημαιοφόρος και οι παραστάτες της χρονιάς που είχε αποφοιτήσει (οι αριστούχοι της τάξης) παρέδιδαν τη σημαία του σχολείου στους αντίστοιχους μαθητές της Έκτης (τα ‘άριστα’ ήταν μετρημένα στα δάχτυλα κάθε χρόνο*). Εννοείται ότι κάναμε προσευχή καθώς και έπαρση και υποστολή σημαίας κάθε μέρα. Λέξεις όπως δεκαπενταμελές, συντονιστικό, συνέλευση, αποχή, απεργία, κατάληψη, δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιο μαθητών και καθηγητών. Η κάθε πλευρά ήξερε τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της, ενώ οι καθηγητές δέχονταν επιθεώρηση κάθε τόσο και αξιολογούνταν. Και δεν χάσαμε ούτε μία μέρα μάθημα.

     Γιατί όλη αυτή η αναδρομή στο παρελθόν; Διότι όλα αυτά αποτελούν ένα κομμάτι της προσωπικής μας ιστορίας. Διότι καλό είναι να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης με τις τρέχουσες συνθήκες (κάθε φέτος και χειρότερα…). Και διότι, παρόλο που όλα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται καταπιεστικά από τους σύγχρονους νέους, δεν εμπόδισαν όσους είχαν τη διάθεση και την επιμονή να αποφοιτήσουν, να σπουδάσουν, να αναδειχθούν σε ποικίλους τομείς της δημόσιας ζωής, και να αναπτύξουν ελεύθερη και κριτική σκέψη. Και να θυμούνται με ευγνωμοσύνη τους ανθρώπους που τους «επαίδευσαν επί το συμφέρον» την δύσκολη εκείνη εποχή της επταετίας.

     *Προ καιρού διάβασα ότι ο αριθμός των αριστούχων σε γυμνάσια και λύκεια αυξήθηκε στις 227.100 (σε σύνολο μαθητών 680.000) από 181.790 που ήταν το σχολικό έτος 2018-2019. Η αύξηση αποδίδεται και στο γεγονός ότι τον περασμένο Ιούνιο δεν έγιναν γραπτές εξετάσεις στο τέλος της σχολικής χρονιάς και άρα ο μέσος όρος βαθμολογίας προέκυψε μόνο από τους προφορικούς βαθμούς που κατά κανόνα είναι υψηλότεροι των γραπτών. Ας με συμπαθούν οι εξ αυτών άξιοι αριστούχοι, αλλά οι βαθμοί τους μάλλον δεν έχουν καμία σχέση με εκείνους της παραπάνω εποχής.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: