Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Πρόγευμα

Σκοτεινιά έξω. Αυτά παθαίνει κανείς όταν σηκώνεται από τα αξημέρωτα χαράματα, αλλά πόσο μπορείς να στριφογυρίζεις άυπνος; Ανοίγω τη μπαλκονόπορτα για να ελέγξω τις καιρικές συνθήκες. Τι έλεγε χθες το δελτίο; Άνοδος της θερμοκρασίας, αλλά κατά τόπους βροχές. Εμείς προφανώς είμαστε στο ‘κατά τόπους’: συννεφιά και υγρασία στο οδόστρωμα, χωρίς όμως να βρέχει. Προσπαθώ να θυμηθώ τις εκκρεμότητες της ημέρας, με τις οποίες έπεσα για ύπνο το βράδυ (αν θεωρείται βράδυ η πρώτη μεταμεσονύκτια ώρα). Εκείνος ο υπότροπος όγκος του νεφρού με πνευμονικές μεταστάσεις σε νέο άνθρωπο που πρόκειται να με επισκεφθεί ξανά σήμερα για τη δύσκολη συζήτηση των αποτελεσμάτων με στέλνει σε αναζήτηση των συγχρόνων προτάσεων θεραπείας: «Πάρε τη μία και χτύπα την άλλη», θα έλεγε ο απαισιόδοξος εαυτός μου. Δεν μπορείς βέβαια να τον αφήσεις έτσι, τουλάχιστον μια δοκιμή χημειοθεραπείας την δικαιούται, με δεδομένη και την καλή γενική του κατάσταση. Η λιγούρα στο άδειο στομάχι με ταλανίζει για λίγα λεπτά, την αγνοώ και φεύγει, ‘άχρι καιρού’.
     Κοντεύει οχτώ πλέον, ο ουρανός έχει φωτίσει αισθητά. Συνεχίζω τη φυλλομέτρηση των ηλεκτρονικών σελίδων σε ελεύθερο στυλ. Το περιοδικό New Yorker έχει ένα ενδιαφέρον άρθρο για την ιστορία του κεφαλαίου. Μη φαντασθείτε εκείνο του Μαρξ, ούτε εκείνο που έχουμε (ή δεν έχουμε) κατατεθειμένο σε τράπεζα ή σε υπεράκτιες εταιρείες. Πρόκειται απλώς για το κομμάτι γραπτού λόγου που αποτελεί υποδιαίρεση ενός μεγαλύτερου έργου. Το άρθρο περιγράφει πώς αρχίσαμε να έχουμε κεφάλαια στα βιβλία μας (αλήθεια, σας προβλημάτισε ποτέ το θέμα;) και τι σηματοδοτούν αυτά.
Με τα λόγια του συγγραφέα: 'Τα πρόσωπα [του βιβλίου] μπορεί να μη το ξέρουν, αλλά κάτι έχει τελειώσει και κάτι άλλο πρόκειται να αρχίσει'.  
     Λοιπόν, τα κεφάλαια έχουν κι αυτά την ποικιλία τους, και χαρακτηρίζουν σε κάποιο βαθμό και τον συγγραφέα. Σε έκταση μπορεί να είναι από πολύ μικρά  (μερικές σειρές) μέχρι ολόκληρα συγγράμματα (συγγραφικό φάουλ). Μερικοί απλώς τα αριθμούν, κάποιοι λίγοι δεν κάνουν ούτε αυτό, και μόνο η αλλαγή σελίδας σου δίνει το σήμα ότι το βιβλίο περνάει σε άλλη ενότητα. Άλλοι επινοούν τίτλους λιγότερο ή περισσότερο ευρηματικούς, που στις καλύτερες περιπτώσεις μιλούν, φωνάζουν, τραβούν το μάτι και εξάπτουν την περιέργεια του αναγνώστη να συνεχίσει, μπορεί να είναι σαφείς, διφορούμενοι ή και τελείως αινιγματικοί, θα μπορούσαν από μόνοι τους να βαφτίσουν ολόκληρο μυθιστόρημα. Ο Ίαν Φλέμινγκ είναι ένας από αυτούς (π.χ. ‘Το φυτίλι ανάβει’, ‘Η κοιλάδα των σκιών’). Σε παλαιότερες εποχές υπήρχε η τάση ήταν ο τίτλος να είναι περιγραφικός (π.χ. Βερν: ‘Όπου αποδεικνύεται ότι κάνοντας το γύρο του κόσμου ο Φιλέας Φογκ δεν κέρδισε τίποτε άλλο εκτός από την ευτυχία’ ή Ντίκενς: ‘Όπου η Λέσχη Πίκγουικ τελικά διαλύεται, και όλα τελειώνουν με την ικανοποίηση όλων’) ή, ακόμη πιο ακραία, να αποτελεί αναλυτική περίληψη του κειμένου (π.χ. Τζερόμ Κ. Τζερόμ: ‘Τρεις ανάπηροι.—Τα πάθη του Τζωρτζ και του Χάρρις.—Ένας άρρωστος με εκτόν εφτά θανάσιμες ασθένειες.—Χρήσιμες συνταγές.—Θεραπεία για παθήσεις του συκωτιού σε παιδιά.—Συμφωνούμε ότι έχουμε πάθει υπερκόπωση και χρειαζόμαστε ανάπαυση.—Μια εβδομάδα στα βαθιά;—Ο Τζωρτζ προτείνει τον Ποταμό.—Ο Μονμορανσύ υποβάλλει ένσταση.—Η αρχική πρόταση περνάει με πλειοψηφία τρία προς ένα’). Διαλέγετε και παίρνετε. Δεν διαβάζω ολόκληρο το άρθρο, το κρατώ στα υπ’ όψιν για περαιτέρω εντρύφηση. Πριν κλείσω τον υπολογιστή δεν αντέχω στον πειρασμό και παίζω μια πασιέντσα αράχνη, που ολοκληρώνεται με επιτυχία. Θρίαμβος!
     Ώρα για πρόγευμα, και η θύμηση του Φλέμινγκ συνειρμικά με πάει στο αγγλικό μπρέκφαστ με τις φημισμένες ιδιαιτερότητες και ιδιοτροπίες του. Προσωπικά δεν μου κακοφαίνεται: θεωρώ ότι το καλύτερο πρόγευμα γίνεται με τα διατροφικά λείψανα της προηγούμενης μέρας. Αυτά σήμερα συνοψίζονται σε μια ‘μπατσίνα’, πρόχειρη πίττα χωρίς φύλλο (η συγκεκριμένη είναι με τυρί και πράσο, δια χειρός μητρώας, όνειρο). Υπάρχει και ένα ζαμπόν αέρος που έχει πλέον ωριμάσει περιμένοντας, και πρέπει να αναλωθεί πριν από τις 15 του μηνός (νηστεία γαρ έπεται). Τα δυο θα ταιριάσουν πολύ καλά. Προχωρώ στον καφέ: στιγμιαίος, με μία κουταλιά ζάχαρη και γάλα (και τα δυο βρίσκονται προς το τέλος, και καταγράφονται στη ‘λίστα ωνίων’ που λέγαμε στο στρατό). Το γεύμα είναι έτοιμο, και καταναλώνεται με την όρεξη που του πρέπει. Συνοδεύεται από ένα ευθυμογράφημα του Παναγιώτη Παπαδούκα, από τη συλλογή ‘Διακοπές στο Πόρτο-Δείνα’ που βρήκα τις προάλλες στο παζάρι του βιβλίου. Κάποιοι παλιοί ευθυμογράφοι είναι σαν τους παλιούς κωμικούς: μας διασκεδάζουν χωρίς να γίνονται χυδαίοι, ευθυμολογούν χωρίς να βωμολοχούν, βγάζουν γέλιο αυθόρμητο και ευγενικό συγχρόνως. Πρέπει όμως να φεύγω. Ας πάρω και το γράψιμό μου μαζί: μπορεί σήμερα να τελειώσω αυτό που δεν κατάφερνα να αρχίσω τις προηγούμενες μέρες.
     Μέχρι τις 9.25 το πρώτο σχεδίασμα έχει ήδη ολοκληρωθεί. Άμα κάτι το θέλεις πολύ…  
 

     ΣΗΜ. Γράφτηκε σε εργάσιμη μέρα, αλλά αναρτήθηκε εκ των υστέρων.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αντώνη, από τα πιο γλαφυρά κείμενα για ένα πρωινό (σύν το ότι μάθαμε για το NewYorker). Κατερίνα Βογιατζή.

Α. Παπαγιάννης είπε...

Ευχαριστώ, Κατερίνα. Στο New Yorker μπορεί κανείς να βρει πολλά ενδιαφέροντα (κάπως μακροσκελή) άρθρα. Θα ξαναγράψω γι΄αυτό.