Με τον όρο αυτό η ελληνική γλώσσα περιγράφει τον επιτηδευμένο τρόπο εκφοράς προφορικού λόγου για επίδειξη ή καυχησιολογία. Χαρακτηρίζει πολλούς εκφωνητές και παρουσιαστές (αμφοτέρων των φύλων) στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Είτε αγορεύουν μόνοι είτε συνομιλούν με κάποιον προσκεκλημένο, ο τόνος της φωνής δείχνει ότι αυτοί θέλουν να έχουν το πάνω χέρι. Ξέρουν καλύτερα από τον όποιο συνομιλητή, ανεξαρτήτως του θέματος συζήτησης και της ειδικότητος του καλεσμένου. Συχνά οι ‘ερωτήσεις’ τους διαρκούν πολύ περισσότερο από τις απαντήσεις του ειδικού, αφού περιλαμβάνουν εκτενή ανάλυση της προσωπικής άποψής τους. Αν τους ακούει κανείς χωρίς να γνωρίζει ποιοι είναι, θα νομίσει ότι πρόκειται περί επαϊόντων. Συνήθως έχουν τον τελευταίο λόγο στη συζήτηση, μερικές φορές αφού έχει αποχωρήσει ο επισκέπτης. Το ύφος τους με κάνει να κλείνω το ραδιόφωνο ή να αλλάζω κανάλι, ελπίζοντας να βρω κάτι πιο ήπιο και ανθρώπινο.
Ευτυχώς υπάρχει και η καλή πλευρά. Εκφωνητές και εκφωνήτριες που συνομιλούν με διάθεση να ακούσουν, με φωνή που ηρεμεί, ελκύει και συγχρόνως διαθέτει ευνοϊκά τον ακροατή, που δίνουν την άνεση στον συνομιλητή να περιγράψει το θέμα της ειδικότητός του και τον ευχαριστούν για όσα προσφέρει στην ενημέρωση του κόσμου. Λιγότερος στόμφος, μεγαλύτερη ακουστική τέρψη.
Με τα παραπάνω στόχευσα τους εκφωνητές, χωρίς όμως το πρόβλημα να περιορίζεται στην επαγγελματική αυτή τάξη. Υπάρχουν και οι πολιτικοί, αλλά και κάποιοι εκκλησιαστικοί άνδρες, που εκφέρουν στομφώδη λόγο, κάποτε ακούσια, αλλά συχνά ως απαραίτητο στοιχείο της σκηνικής παρουσίας τους («αυτό θα είναι θαύμα στην τηλεόραση», είπε ο Αμερικανός πρόεδρος στο τέλος της χθεσινής πρωτοφανούς στα πολιτικά χρονικά ‘μονομαχίας’ του με τον Ουκρανό ομόλογό του στον Λευκό Οίκο). Δυστυχώς πολλοί ακροατές αυτούς ακριβώς προσέχουν, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του λόγου τους και χωρίς να αναλογίζονται τις συνέπειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου