Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Συμβιβασμός


Μας είχε λείψει λίγο σκάνδαλο. Είχαμε τόσο εθισθεί με τα χρόνια να ακούμε και να διαβάζουμε για υποθέσεις αθέμιτων συναλλαγών μεταξύ μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, μέσων ενημέρωσης και πολιτικών προσώπων, που νιώσαμε τη στέρηση, όπως ο εξαρτημένος πάσχει από την έλλειψη της δόσης του. Είχαμε καιρό να πάρουμε την ‘πρέζα’ μας – ο κορωνοϊός, βλέπετε, μονοπώλησε το ενδιαφέρον των πάντων. Και τώρα ξανακούμε το μαγικό όνομα Novartis και αναθαρρούμε: επιτέλους, να πάρουν μιαν ανάσα τα κύτταρά μας! Και τι ακούμε; Ότι ο φαρμακευτικός κολοσσός προχώρησε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό  (που μεταφράζεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια) με τις αρχές στις ΗΠΑ και ότι «σε ό,τι αφορά την Ελλάδα παραδέχθηκε αθέμιτες πρακτικές σε επίπεδο επαγγελματιών υγείας χωρίς στο σχετικό κείμενο να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε εμπλοκή πολιτικών προσώπων». Οι τελευταίες αυτές λέξεις αμέσως έγιναν εργαλείο και όπλο στα χέρια των κομματικών επιτελείων που έσπευσαν να τις στρέψουν εναντίον αλλήλων, με την κάθε πλευρά να αισθάνεται δικαιωμένη απέναντι στην άλλη, στην οποία καταλογίζει λάσπη, δόλο, σκευωρία, και όλα τα καλά.
     Δεν είμαι εισαγγελέας, δεν είμαι πολιτικός, επαγγελματίας υγείας είμαι και χρησιμοποιώ τα φάρμακα της συγκεκριμένης εταιρείας όπως και πολλών άλλων, με κριτήριο την ανάγκη των ασθενών και όχι τις επισκέψεις των φίλων αντιπροσώπων. Ωστόσο, με τα χρόνια όλοι μας μάθαμε, εκτός των άλλων, ότι οι κυβερνήσεις και τα στελέχη τους (ανεξαρτήτως χρώματος) ανέκαθεν (και όχι μόνο σε περιόδους επιδημιών) φρόντιζαν να νίπτουν τας χείρας τους και να αποποιούνται κάθε ευθύνη για τυχόν βρώμικες δουλειές, είτε αυτές λέγονταν κατασκοπεία, είτε εξόντωση αντιπάλων εσωτερικών ή εξωτερικών είτε χειρισμός ‘μαύρου’ χρήματος. Αντίστοιχα, μια εταιρεία που χρειάζεται άδεια της πολιτείας για να κυκλοφορεί τα προϊόντα της δεν πρόκειται να ενοχοποιήσει ποτέ πρόσωπα ή αξιώματα, από τα οποία θα συνεχίσει να εξαρτά την παρουσία της στο δεδομένο κράτος. Συνεπώς η «μη αναφορά σε πολιτικά πρόσωπα» θα πρέπει να αναγνωσθεί, όπως θα έλεγαν οι Λατίνοι, cum grano salis (ελαφρώς αλατισμένη), ή στην καθομιλουμένη με κάποια δυσπιστία. Το ‘κάποια’ ας θεωρηθεί εδώ ως έκφραση μετριοπάθειας.