Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Συνειρμός από ένα άδειο μπουκάλι

Το κέλυφος: Ρίχνω μια ματιά σ’ ένα ανοιχτό μπαούλο, σε εξοχικό σπίτι. Καμιά δεκαριά άδεια μπουκάλια κρασιού στέκονται εκεί, με ποικίλα στρώματα σκόνης πάνω τους. Περιμένουν τη νοικοκυρά του σπιτιού που τα μεταμορφώνει σε όμορφα έργα τέχνης στις ελεύθερες ώρες της. Μάλλον βαριεστημένα και χωρίς ιδιαίτερη περιέργεια, τα πιάνω ένα-ένα και διαβάζω τις ετικέτες. Ονόματα γνωστά και άγνωστα, άλλα απλώς τοπωνυμικά/προέλευσης και άλλα ευρηματικά, ευφάνταστα, εμπορικά: Γουμένισσα, Μοσχοφίλερο, Άκρες, Αμάραντος Γαία, Αϊδαρίνη, Μαλαγουζία, Ηρακλής... Τι είναι αυτό; Μια σαμπάνια Taittinger, από τη Reims της Γαλλίας! Απομένω να κοιτάζω το πρασινόμαυρο μπουκάλι, λίγο πιο φαρδύ και σχεδόν διπλάσιο σε βάρος από τα υπόλοιπα. Το όνομα δεν μου είναι ξένο: είναι από τους γνωστούς γαλλικούς οίκους παραγωγής καμπανίτου οίνου, σε κάποιο μυθιστόρημα του Ian Fleming πρέπει να το συνάντησα. Τι δουλειά έχει σ’ ένα ελληνικό εξοχικό; Είναι κάπως σαν να συναντάς αναπάντεχα έναν λευκό επισκέπτη μέσα σε μια παρέα ‘ιθαγενών’, έναν Έλληνα στην καρδιά της Αφρικής. Ποια ιστορία κρύβεται πίσω του; Ποιος το έφερε; Ενθύμιο από ταξίδι; Ρομαντικό δώρο για κάποια επέτειο; Κάποιος φίλος από το εξωτερικό; Δεν νομίζω ότι θα το μάθουμε ποτέ.

Το περιεχόμενο:  Στριφογυρίζω το μπουκάλι στα χέρια μου. Η πίσω ετικέτα έχει χαθεί, δεν μπορώ να διαβάσω το έτος της σοδειάς. Όχι ότι με απασχολεί ιδιαίτερα. Είχα ανέκαθεν και συνεχίζω να έχω την πεποίθηση ότι γύρω από το κρασί, όπως και από τόσα άλλα πράγματα στον κόσμο, έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη επιστήμη, που από ένα σημείο και πέρα γίνεται υπερβολή, μυθολογία, φετίχ, θρησκεία, μέσο προβολής και αύξησης των πωλήσεων. Η εσοδεία, το χρώμα, το άρωμα, η επίγευση, το αν πίνεται σκέτο, με κρέας ή ψάρι, πριν ή μετά το φαγητό, αν θυμίζει φρούτο ή ξύδι, αν το ποτήρι πρέπει να είναι στενό, φαρδύ, με ανοιχτό ή κλειστό στόμιο, είναι μέρος της μυθολογίας αυτής. Ασπάζομαι τη γνώμη του Ψαλμωδού ότι ‘οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου’ και ακολουθώ τη συμβουλή του μακαρίτη Θανάση Βέγγου προς τους αλλοδαπούς γευσιγνώστες (στην ταινία ‘Ποιος Θανάσης;’): «Καλοί μου άνθρωποι, το κρασί είναι για να το πίνουμε και όχι για να κάνουμε γαργάρες!». Έχω πιεί πεντανόστιμα χύμα κρασιά που δεν ήξερα από πού κρατάει η σκούφια τους. Στιγμιαία η απόλαυση, ας μην την ανάγουμε σε αυτοσκοπό.
Η πόλη:  Επιστρέφω στο απροσδόκητο μπουκάλι της σαμπάνιας. Δεν ήξερα ότι ο οίκος Taittinger έχει έδρα τη Ρεμς. Κατά συγκυρίαν, έμεινα στην πόλη αυτή τον Ιούλιο του 1994. Είχαμε ξεκινήσει για την παλιννόστηση από την Αγγλία, κι έχοντας περάσει τη Μάγχη φτάσαμε εκεί το πρώτο βράδυ, ένα σούρουπο Σαββάτου. Ευτυχώς βρήκαμε ξενοδοχείο (το Univers) στο κέντρο της πόλης, με διπλανό δημόσιο και ασφαλή υπόγειο χώρο στάθμευσης για το κατάφορτο Γκολφ. Έχοντας εξασφαλίσει το κατάλυμά μας, βγήκαμε για φαγητό στη ζεστή καλοκαιρινή ατμόσφαιρα. Γύρω στις 11 είδαμε όλο τον κόσμο να εγκαταλείπει τα μαγαζιά και να συγκλίνει προς τον περίφημο μπαρόκ καθεδρικό ναό της Νοτρ Νταμ (εκεί, όπως έμαθα πολύ αργότερα, στέφονταν επί χίλια χρόνια οι Γάλλοι βασιλείς). Μάθαμε ότι είχε προβολή τύπου ‘Ήχος και Φως’ πάνω στους τοίχους του καθεδρικού, την οποία και παρακολουθήσαμε μαζί με όλο εκείνο το πλήθος. Ωραία και ενδιαφέρουσα ιστορία της πόλης και της περιοχής. Την επομένη (Κυριακή πρωί) αναζητήσαμε και βρήκαμε μια ρωσική εκκλησία στο κοντινό Mourmelon, που όμως ήταν κλειστή. Έτσι συνεχίσαμε μέσα στην πεδιάδα της Καμπανίας (Champagne) που έδωσε το όνομά της στο κλασικό αυτό ποτό. Η επόμενη στάση ήταν το υπόγειο μουσείο του Βερντέν (la citadelle souterraine), αφιερωμένο στην ομώνυμη μάχη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η πεδιάδα έχει δεχθεί ποταμούς αιμάτων, αφού η μάχη εκείνη είχε κάπου εξακόσιες χιλιάδες θύματα. Κυριολεκτικά ποτισμένο με αίμα το κρασί της. Ίσως γι’ αυτό είναι και τόσο ακριβό.  

4 σχόλια:

Λήμνος είπε...

Πολύ όμορφη κι ενδιαφέρουσα η περιήγησή σου! Πώς να την χαρακτηρίσω δεν ξέρω; Έχει ιστορικά, γεωγραφικά, κοινωνικά, εμπορικά-διαφημιστικά, προσωπικά στοιχεία!

Απόστολο είπε...

Πάρα πολύ ωραία!

Ιωάννης είπε...

Πολύ ενδιαφέρουσα και διδακτική (όπως πάντα) η καταχώρηση. Ευχαριστούμε

Ανώνυμος είπε...

Μας ταξιδεύεις Αντώνη, με λόγον πάντοτε άλατι ήρτυμένο. Σ' ευχαριστούμε.
Φυλίτσα