Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

Παρακλινική ιατρική

Ανέκαθεν η ιατρική βασιζόταν σε δυο ‘πόδια’, το ιστορικό και την κλινική εξέταση του αρρώστου. Για πολλούς αιώνες οι δυο αυτές κρηπίδες αποτελούσαν τα μόνα βοηθήματα του ιατρού, μια και δεν υπήρχαν οι πάμπολλες εργαστηριακές εξετάσεις που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα. Η ανάπτυξη όλων αυτών των τεχνικών βοηθημάτων έλυσε πολλά προβλήματα, ανέδειξε παθήσεις που αποτελούσαν άλυτα μυστήρια στο παρελθόν, και βέβαια συνέβαλε ουσιαστικά και στην αντιμετώπιση των αντιστοίχων νόσων. Κανείς δεν μπορεί πλέον να διανοηθεί την ιατρική χωρίς το σύγχρονο βιοπαθολογικό εργαστήριο και τις ποικίλες απεικονιστικές μεθόδους. Αν επιτρέπεται η παρομοίωση, η παραδοσιακή ιατρική βάδιζε πάνω σε δύο πόδια, ενώ η σύγχρονη κινείται με τέσσερα, με μεγαλύτερη σταθερότητα και σιγουριά.

     Κάθε νόμισμα όμως έχει δυο όψεις, και η ιατρική δεν εξαιρείται. Η αθρόα εισαγωγή νέων εξετάσεων στην καθημερινή πράξη είχε δυο αρνητικές συνέπειες. Η μία, και κυριότερη, ήταν η παραμέληση και ατροφία των κλινικών δεξιοτήτων. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να υποβάλλεται ένας ασθενής σε ποικίλες παρακλινικές δοκιμασίες χωρίς να έχει εξετασθεί με τα μάτια, τα αυτιά και τα χέρια ενός κλινικού γιατρού. Αποτέλεσμα είναι να συσσωρεύονται εργαστηριακά ευρήματα που δεν έχουν τον συνδετικό κρίκο ενός προσεκτικού ιστορικού και μιας κλινικής εξέτασης, ώστε να ερμηνευθούν σωστά και να βοηθήσουν (αντί να συσκοτίζουν) στην ορθή διάγνωση. Και επειδή η πρακτική αυτή αρχίζει από τα νοσοκομεία και από τα χρόνια της ειδίκευσης, οι νεότεροι γιατροί δεν διδάσκονται πλέον επαρκώς τις βασικές τέχνες της επισκόπησης, ψηλάφησης, επίκρουσης και ακρόασης που μαθαίναμε κάποτε από το τρίτο έτος των σπουδών μας. Οι ακτινογραφίες και οι αξονικές έχουν πάρει τη θέση του αυτιού και του χεριού, χωρίς όμως πάντοτε να μας λένε ολόκληρη την ιστορία. Σε μια επόμενη γενεά οι φοιτητές μπορεί να μην ακούνε καν τις έννοιες αυτές, αφού δεν θα υπάρχουν οι έμπειροι κλινικοί δάσκαλοι που θα τις μεταδώσουν.

     Η δεύτερη συνέπεια είναι πιο χειροπιαστή και αφορά το κόστος. Όλες οι παρακλινικές εξετάσεις έχουν οικονομικό αντίκρισμα που αυξάνεται συνεχώς: όσο πιο σύγχρονη και εξειδικευμένη μια εξέταση, τόσο πιο δαπανηρή είναι. Και αν μεν προσφέρει κάτι ουσιαστικό που αποβαίνει προς όφελος του αρρώστου, μπορεί να δικαιολογήσει κανείς την αντίστοιχη δαπάνη. Αν όμως υποκαθιστά την κλινική εκτίμηση (ή την ανεπάρκεια του γιατρού) ή ικανοποιεί απλώς την – έστω επιστημονική – περιέργεια, τότε οδηγεί σε σπατάλη που επιβαρύνει τόσο τον ασθενή όσο και τον γενικό προϋπολογισμό της υγείας (που δεν είναι βέβαια ανεξάντλητος).

     Αφορμή για να (ξανα)κάνω τις σκέψεις αυτές αποτέλεσε ένα πρόσφατο άρθρο στην Καθημερινή (ΕΟΠΥΥ: Φρένο σε περιττές, δαπανηρές εξετάσεις, 17/10) που παραθέτει ενδεικτικές δαπάνες για εν πολλοίς άχρηστες εξετάσεις. Διαβάζουμε π.χ. ότι τα παραπεμπτικά για βιταμίνες Β12 και D3 που εκτελέστηκαν τους πρώτους επτά μήνες του 2022 κόστισαν 35,4 εκατ. ευρώ στον ΕΟΠΥΥ (δηλαδή σε όλους μας). Μέχρι πριν κάποια χρόνια κανείς δεν ζητούσε τιμές βιταμίνης D στα πλαίσια των εξετάσεων ‘ρουτίνας’. Τώρα την βλέπω να φιγουράρει σχεδόν σε κάθε φάκελο που μου φέρνουν ασθενείς με ενοχλήματα που δεν δικαιολογούν τον έλεγχό της (και μάλιστα πολλές φορές το χρόνο): έχει γίνει ένα είδος μόδας. Το ίδιο γίνεται και με τις εξετάσεις του θυρεοειδούς κάθε τρεις και λίγο σε ανθρώπους που δεν έχουν πρόβλημα. Χωρίς να επεκταθούμε σε πιο δαπανηρές εξετάσεις (αξονικές, μαγνητικές κτλ.), βλέπει κανείς ότι ακόμη και οι πιο φθηνές εργαστηριακές δοκιμασίες, όταν γίνονται σωρηδόν, επισωρεύουν ένα πολύ μεγάλο κόστος. Επόμενη συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι οι διάφοροι περιορισμοί που επιβάλλονται άνωθεν, και που μπορεί να αδικούν εκείνους τους ασθενείς που όντως χρειάζονται τις εξετάσεις αυτές.

     Θα κλείσω με μια προσωπική εμπειρία. Όταν ειδικευόμουν στην Παθολογία, πριν μερικές δεκαετίες, ρώτησα συνάδελφο ειδικευόμενο γιατί ζητούσε για έναν ασθενή κάποια εξέταση άσχετη με το πρόβλημά του. «Δικός μου είναι ο άρρωστος, ό,τι θέλω θα ζητήσω», ήταν η… τεκμηριωμένη απάντηση, με ύφος που δεν σήκωνε συζήτηση. Ελπίζω η εκπαίδευση των συγχρόνων γιατρών να αποθαρρύνει τέτοιου είδους αντιλήψεις και νοοτροπίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: