Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Δευτερομαγιά

Αν εξαιρέσουμε τον πολιτικό-συνδικαλιστικό χαρακτήρα της ‘απεργίας’, τι ξεχωριστό έχει η Πρωτομαγιά; Πολύ πεζά, θα έλεγα τις ατέλειωτες ουρές αυτοκινήτων στους δρόμους που οδηγούν σε εξοχές, βουνά, κάμπους, παραλίες, τέλος πάντων μακριά από τις μεγάλες πόλεις. Μια φορά κάναμε το λάθος να πάρουμε έναν τέτοιο δρόμο τη μέρα αυτή. Μετά από δίωρη αυτοκίνηση (τρόπος του λέγειν) βρισκόμασταν σε απόσταση δέκα λεπτών από την αφετηρία μας. Τηλεφωνήσαμε σ’ εκείνους που μας είχαν προσκαλέσει να μη μας περιμένουν άδικα, βγήκαμε στην πρώτη βολική έξοδο, κάναμε αναστροφή και απολαύσαμε την άδεια πόλη μας. Κάτι που έκτοτε επαναλαμβάνουμε κάθε χρόνο.
     Λοιπόν, θα σας πω ένα μυστικό. Και η δεύτερη μέρα του Μάη είναι εξίσου καλή, όταν είναι αργία. Μάλιστα, με βάση το κριτήριο που προανέφερα, είναι πολύ καλύτερη. Κι αν την γεμίσει κανείς σωστά, μπορεί να αφήσει ιδιαίτερα ωραίες εντυπώσεις. Όπως η φετινή.
     Στην οικογένειά μας έφυγε ένας παππούς την 1η Μαΐου και μία γιαγιά την 2η (σε διαφορετικές χρονιές, εδώ και μερικές δεκαετίες). Ο πατέρας μας πάντα έκανε Λειτουργία και τρισάγιο για τους κεκοιμημένους συγγενείς μια από τις δυο μέρες, κι έτσι τηρούμε και φέτος την παράδοση, βάζοντας πλέον και το δικό του όνομα στην κορυφή του διπτύχου. Στους Αγίους Αποστόλους βέβαια (πού αλλού;). Με πρωινό καφέ στο πατρικό μας.
     Έχοντας κάνει την καλή αρχή, κι αφού διευθετούμε κάποιες εκκρεμότητες, αποφασίσαμε να εκδράμουμε. Η έδρα του παλιού μου αγροτικού ιατρείου, στην ορεινή Χαλκιδική, μου έρχεται στη σκέψη σαν βολικός ενδιάμεσος προορισμός, με απώτερη κατεύθυνση τη θάλασσα. Ο συνειρμός ‘μεσημέρι - ώρα φαγητού - μεζέδες’ είναι ιδιαίτερα ελκυστικός. Χρειάζεται βέβαια να προηγηθούν κάποιες ιατρικές επισκέψεις, ευτυχώς όμως χωρίς σοβαρά προβλήματα.
     Η διαδρομή είναι απολαυστική. Πολύ πράσινο, σε όλους τους τόνους, πολλά λουλούδια (επιτέλους εμφανίσθηκαν και οι παπαρούνες, πιστές στο ραντεβού τους), πουλιά, συννεφιά και λίγες ψιχάλες, που δεν μας δυσκόλεψαν. Φτάνουμε στο χωριό τη σωστή ώρα, με τη σωστή όρεξη. Η χαρά της πρώην σπιτονοικοκυράς μου δεν περιγράφεται. Τα εγγόνια της έχουν πλέον την ηλικία που είχαν οι γονείς τους όταν τους γνώρισα εκεί. Δυο χρόνια περάσαμε μαζί, κι έχουν περάσει τριάντα και πλέον χρόνια από τότε. Ανταλλάσσουμε τα νέα μας, μαθαίνουμε για ανθρώπους που γέρασαν και για άλλους που έφυγαν, θυμόμαστε καλές και δύσκολες στιγμές. Καλοί άνθρωποι. Και τα κάρβουνα της ψησταριάς εξίσου... θαυματουργά όπως και τότε. Μετά το φαγητό τους αφήνουμε στον απλό τους κόσμο («Γιατρέ, εμάς ακόμη δεν μας έφτασε η κρίση») με την διάθεση να ξαναγυρίσουμε και πάλι με πρώτη ευκαιρία.
     Κι άλλη διαδρομή, δι’ άλλης οδού, για να καταλήξουμε μέσω Πολυγύρου στη θάλασσα, με το ψιλόβροχο να μας συνοδεύει. Το σπίτι, κλειστό τόσους μήνες, θέλει λίγη ζέστη, αλλά ευτυχώς τα ανοιχτά παράθυρα κάνουν τη δουλειά τους και ο μεσημεριανός ύπνος δεν είναι πρόβλημα, με μουσική υπόκρουση από τα πουλιά και το άρωμα των ανθών μιας γειτονικής πορτοκαλιάς να διαχέεται στον αέρα. Το απόγευμα η βροχή έχει σταματήσει και ο περίπατος είναι σχεδόν ηλιοθεραπεία. Η θάλασσα είναι λάδι, το νερό διάφανο, η όψη του μαγευτική. Με διαφορετικό προγραμματισμό θα κάναμε και μια βουτιά, όπως άλλοτε. Την άλλη φορά.
     Η επιστροφή γίνεται με άνεση, με απόλαυση και με Απόδειπνο (εν κινήσει). Τελικά, λίγες ώρες αρκούν για να αλλάξει κανείς παραστάσεις και διάθεση, να εκτιμήσει τα φυσικά αγαθά που τόσο πρόχειρα αποκλείουμε από την καθημερινή μας αστική ύπαρξη, σε σημείο που να ξεχνούμε ακόμη και να τα αποζητήσουμε. «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε».