‘Καλησπέρα,’ είπε ο Νέος μπαίνοντας βιαστικά, με κάποια ανησυχία στον τόνο της φωνής του. 'Μήπως άργησα;’
‘Καθόλου,’ απάντησε ο Παλιός, με τον αέρα της άνεσης που χαρακτηρίζει τους ομοίους του σε κάθε επαγγελματικό κλάδο, αλλά και εντελώς καλόκαρδα, με πλήρη κατανόηση προς τον άλλο. 'Είσαι στην ώρα σου. Αναλαμβάνεις υπηρεσία απόψε;’
‘Ναι, ακριβώς τα μεσάνυχτα.’
‘Τότε που φεύγω εγώ. Πώς σε προσέλαβαν; Πέρασες κανένα διαγωνισμό ΑΣΕΠ;’
Ο Νέος χαμογέλασε αμήχανα.
‘Όχι. Στον κλάδο μας δουλεύουμε μ’ ένα πανάρχαιο σύστημα. Τηρείται αυστηρά η επετηρίδα, και οι συμβάσεις γίνονται για περιορισμένη διάρκεια ενός έτους, χωρίς δυνατότητα ανανέωσης.’
‘Ξέρω,’ είπε ο Παλιός. ‘Τίποτε δεν αλλάζει εδώ και αιώνες. Μόνο που τους τελευταίους λίγους μήνες κάτι τέτοιους συμβασιούχους τους ονομάζουν σταζιέρ. Γαλλική λέξη,’ πρόσθεσε επεξηγηματικά. ‘Ακριβώς έτσι είχα μπει κι εγώ, μόνο που τότε δεν ήταν στη μόδα ο γαλλικός όρος. Φέτος κυκλοφόρησε πολύ.’
‘Σου φέρθηκαν καλά;’ ρώτησε ο Νέος τον προκάτοχό του.
‘Και ναι και όχι,’ είπε εκείνος. ‘Με το που αντίκρισαν για πρώτη φορά το πρόσωπό μου έκαναν χαρές μεγάλες, ενώ τώρα δεν βλέπουν την ώρα να φύγω. Θα το δεις κι εσύ μια μέρα. Αχαριστία, φίλε μου.’
Ο Νέος χαμογέλασε με κάποια αυτοπεποίθηση. Αυτοί οι παλιοί, σκέφθηκε. Ανέκαθεν πίστευαν ότι ο κόσμος τους χρωστάει καλύτερη μεταχείριση. Δεν είναι ποτέ ικανοποιημένοι. Γκρινιάζουν με το παραμικρό και για όλα.
(Οι καημένοι οι νέοι, σκεφτόταν ταυτόχρονα ο Παλιός. Νομίζουν ότι ο κόσμος τους ανήκει ενώ ακόμη δεν βγήκαν απ’ τ’ αυγό, και ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν και να αλλάξουν τα πάντα. Κάπως έτσι σκεφτόμασταν κι εμείς στην ηλικία τους βέβαια. Δεν αργήσαμε να προσγειωθούμε).
‘Μήπως έχεις κάτι να μου πεις πριν φύγεις;’ ρώτησε ο Νέος, περισσότερο από στοιχειώδη ευγένεια παρά από γνήσιο ενδιαφέρον. Άλλωστε, είχε τη δική του ’ατζέντα’ για τη θητεία του στην υφήλιο.
‘Οικονομική κρίση, ανισότητες, ανεργία, περιβαλλοντικές ανησυχίες, πείνα, κάτι πόλεμοι εδώ κι εκεί, πράγματα γνωστά και από προηγούμενες εποχές. Το διαφορετικό φέτος ήταν μια γρίπη που τη φόρτωσαν αρχικά στους χοίρους αλλά περισσότερο πείραξε τους ανθρώπους. Από τον Μάρτιο σχεδόν μόνο μ’ αυτήν ασχοληθήκαμε. Μέχρι που βγήκε το εμβόλιό της, και από τότε ασχολούμαστε περισσότερο με το εμβόλιο και λιγότερο με τη γρίπη,’ είπε ο άλλος, και γέλασε στεγνά με το μικρό αστείο του.
‘Υπάρχει κάποιος τόπος που θα πρέπει να προσέξω ιδιαίτερα;’
‘Θα σου συνιστούσα την Ελλάδα,’ είπε ο Παλιός. ‘Άργησε να συνειδητοποιήσει την κρίση που σιγόβραζε, έχει αποκτήσει πολλές κακές συνήθειες, και τώρα τρέχει και δεν φτάνει. Θα είναι τουλάχιστον ενδιαφέρον να δεις πώς θα χειρισθεί την κατάσταση η νέα κυβέρνησή της.’
Άπλωσε κι έσφιξε το χέρι του Νέου.
‘Παρά την πολύ σύντομη συνάντηση, χάρηκα που σε γνώρισα, και καλή σου τύχη, σταζιέρ 2010. Μετά Χριστόν, βέβαια, όπως κι εγώ,’ πρόσθεσε. ‘Ξέρεις, ίσως αυτό να είναι το κυριότερο προσόν μας. Σκέψου μόνο ότι ο συνονόματός σου που χαρακτηρίζεται ‘προ Χριστού’ δεν είναι γνωστός για τίποτε. Ακόμη και το όνομά του το απέκτησε μετά Χριστόν. Κάτι σημαίνει αυτό. Μη ξεχάσεις να το πεις και στον διάδοχό σου, σε ένα χρόνο από τώρα.’
Άνοιξε την εξώπορτα, και συγχρόνως σιωπηλά έδειξε στον Νέο το μπαλκόνι. Απ' έξω ακούγονταν κάτι συγκεχυμένες κραυγές που έμοιαζαν να φωνάζουν ’... πέντε... τέσσερα... τρία... δύο... ένα...!’ Με κάποιο δισταγμό πρόβαλε το κεφάλι του στο άνοιγμα. Και εντελώς ξαφνικά ο μαύρος ουρανός καταυγάσθηκε από προβολείς και δέσμες λέιζερ που ανέμιζαν στο άπειρο και δεκάδες πολύχρωμα πυροτεχνήματα που έσκαζαν με κρότο, στον οποίο προστέθηκαν ζητωκραυγές και χειροκροτήματα από ένα μεγάλο πλήθος που είχε μαζευτεί στην πλατεία. Τεράστια ηχεία άρχισαν να δονούν την ατμόσφαιρα με τους ήχους μιας ορχήστρας που περίμενε τόσην ώρα το σύνθημα για να θερμάνει την κρύα βραδιά. Κάπου μακριά το αυτί του πήρε τον ρυθμικό ήχο μιας καμπάνας, έπειτα κι άλλης. Χαμογέλασε ευχαριστημένος.
‘Σ’ ευχαριστώ, 2009 μετά Χριστόν,’ είπε γυρίζοντας προς τον συνάδελφό του. ‘Καλό σου ταξίδι στην Ιστορία.’
Του απάντησε μόνο ο ξερός κρότος της πόρτας που έκλεινε.