«Έχω δυο χρόνια να πάω στο χωριό», μας είπε προ ημερών η θεία. Η μακρά ανημπορία του θείου την κράτησε μακριά από την πατρίδα και από το σπίτι και το κτήμα όπου οι δυο τους είχαν περάσει τόσα καλοκαίρια (και άλλες εποχές) μακριά από την τύρβη και τον θόρυβο της πόλης. Δεν θέλαμε άλλο, και κανονίσαμε να πάμε μαζί. Και βέβαια δεν το μετανιώσαμε. Ο καιρός ήταν μαγιάτικος και βάλε (φέτος οι εποχές μας έρχονται κάπως... προκαταβολικά), η εξοχή ήταν στο φόρτε της με χρώματα, αρώματα και μελωδίες, και η διάθεση παραπάνω από καλή, κι έγινε καλύτερη. Το κτήμα και το σπίτι ήθελαν πολλή περιποίηση μετά τη μακρά απουσία, κάτι που θα ακολουθήσει τους επόμενους μήνες. Λίγο άβολο να μπαίνεις στην αυλή χωρίς να σε υποδέχεται ο θείος Γρηγόρης, να βλέπεις τα δέντρα που τόσα χρόνια φύτεψε και περιποιήθηκε σαν παιδιά του, τις ανθισμένες τριανταφυλλιές από τις οποίες μας έφερνε σε κάθε έξοδο λουλούδια, τους πάγκους του και τα εργαλεία του σε μακρά αχρηστία -- είχε περάσει πολλά χρόνια αναγκαστικής αργίας ο ίδιος. Όλα γύρω τον θυμίζουν. Καθόμαστε για μεσημεριανό στη βεράντα και σιωπηλά τον μνημονεύουμε.
Μετά τη σχετική ανάπαυση ανηφορίζουμε στη Ραψάνη για το επόμενο στάδιο του προσκυνήματος. Το πατρικό της θείας, με ηλικία πάνω από ενάμισο αιώνα, είναι ακατοίκητο εδώ και μερικές δεκαετίες. Καιρός να το επισκεφθούμε, να δούμε τις φθορές του χρόνου, να προσκυνήσουμε στο δωμάτιο του Αγίου, εκεί όπου φυλασσόταν το λείψανο του Αγ. Γεωργίου του νεομάρτυρος της Ραψάνης, να κάνουμε ένα σύντομο νοερό ταξίδι σε παιδικά καλοκαίρια και μετέπειτα εκδρομές και επισκέψεις. Η αυλή έχει χορταριάσει, οι πέτρινες πλάκες δεν φαίνονται πλέον, οι συκιές έχουν πνίξει το δρόμο και έχουν γκρεμίσει τον φούρνο και το παλιό πλυσταριό, κλαδιά δέντρων μπαίνουν ακόμη κι από τα παράθυρα, τα βαγένια του υπογείου έχουν πενήντα χρόνια να δουν κρασί, αλλά η μυρωδιά του διαπνέει την ατμόσφαιρα. Το ίδιο και η αόριστη καπνιά στην κουζίνα από την πυροστιά της γιαγιάς Αρτεμούλας, που αναπαύεται μαζί με τον παππού Βασιλάκη στο κοιμητήριο, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω. Ο Θεός να τους έχει κοντά του όλους.
Η μέρα είναι μεγάλη, χωράει και κάτι ακόμη. Κι έτσι, εκτός προγράμματος, κατηφορίζουμε στον χωματόδρομο για το απέναντι μοναστηράκι των Αγίων Θεοδώρων. Κάποτε πηγαίναμε με τα πόδια, τώρα εποχούμενοι. Το δάσος είναι μεγαλείο, η θέα του χωριού εξαιρετική καθώς το λούζει ο ήλιος. Ψυχή δεν υπάρχει γύρω. Φτάνουμε, μπαίνουμε, προσκυνούμε την μεγάλη σύναξη των αγίων που ιστορούνται στους τοίχους του με πεντακάθαρο μεταβυζαντινό τρόπο και ζωηρά χρώματα. Ο καλύτερος τρόπος για να κλείσουμε το προσκύνημα αυτό στο παρελθόν. Απρόσκλητο, αλλά κατά πάντα ευπρόσδεκτο, μου ήρθε στο μυαλό το σονέτο ’Εσπερινός’ του Γ. Δροσίνη που υπήρχε τότε στα σχολικά μας αναγνωστικά:
Στὸ ρημαγμένο παρακκλήσι
τῆς Ἄνοιξης τὸ θεῖο κοντύλι
εἰκόνες ἔχει ζωγραφίσει
μὲ τ' ἀγριολούλουδα τ' Ἀπρίλη.
Ὁ ἥλιος, γέρνοντας στὴ δύση,
μπροστὰ στοῦ ἱεροῦ τὴν πύλη
μπαίνει δειλὰ νὰ προσκυνήση
κι ἀνάφτει ὑπέρλαμπρο καντίλι.
Σκορπάει γλυκειὰ μοσκοβολιὰ
δάφνη στὸν τοῖχο ριζωμένη -
θυμίαμα ποὺ καίει ἡ Πίστις -
καὶ μιά χελιδονοφωλιά,
ψηλὰ στὸ νάρθηκα χτισμένη,
ψάλλει τὸ Δόξα ἐν Ὑψίστοις...