Ακούσαμε κατ’ επανάληψιν τον τελευταίο καιρό το ‘απόφθεγμα’ ότι «η Πολιτεία νομοθετεί, όχι η Εκκλησία». Κι αυτό ήταν το πιο αθώο από τα λεχθέντα από διάφορα πολιτικά πρόσωπα, που έσπευσαν να αποδώσουν «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι», ενώ «τὰ τοῦ Θεοῦ» τα απέκλεισαν από την συζήτηση. Σωστό είναι βέβαια το απόφθεγμα κατά το πρώτο μέρος του. Λησμονούν όμως οι αποφθεγγόμενοι ότι ο βίος της Ελληνικής Πολιτείας μόλις έκλεισε τα διακόσια του χρόνια, ενώ εκείνος της Εκκλησίας φθάνει τις δυο χιλιετίες. Πόσοι άρχοντες κάθε λογής πέρασαν από τις ποικίλες κοσμικές καρέκλες και καθέδρες; Πόση ήταν η διάρκεια δημόσιας ζωής και το ‘αποτύπωμα’ του καθενός απ’ αυτούς; Πόσες χιλιάδες νομοθετήματα, διατάγματα, εγκυκλίους, αποφάσεις, φιρμάνια εξέδωσαν όλοι αυτοί, πόσα από αυτά εφαρμόσθηκαν και πόσα άντεξαν πάνω από μερικές δεκαετίες (στην καλύτερη περίπτωση); Αλήθεια, πόσους και πόσα θυμάται και τιμά ο κόσμος;
Ας δούμε λίγο και την άλλη πλευρά. Επί δυο χιλιάδες χρόνια το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού λατρεύεται καθημερινά σε αμέτρητες εκκλησίες ανά τον κόσμο. Τα λόγια του ακούγονται και διαβάζονται σε όλες τις γλώσσες του κόσμου από πλήθη ανθρώπων, χωρίς διακοπή, επί είκοσι αιώνες. Χωρίς να αλλοιώνονται, χωρίς να ‘προσαρμόζονται’ ή να ‘εκσυγχρονίζονται’ όπως τα ανθρώπινα νομοθετήματα. Άλλωστε, οι συχνές αλλαγές των νόμων αποδεικνύουν απλώς την ατέλειά τους. Το Ευαγγέλιο όμως δεν έχει ανάγκη αναθεώρησης ή εκσυγχρονισμού. Οι άνθρωποι πρέπει να προσαρμοσθούν σ’ αυτό, και όχι το αντίστροφο. Χωρίς καταναγκασμό βέβαια, με βάση την ελεύθερη βούλησή τους, που είναι σεβαστή και απαραβίαστη ακόμη και από τον Θεό. Η ελευθερία όμως συνεπάγεται και αποδοχή των ευθυνών και των συνεπειών της επιλογής του καθενός. Και πρέπει να πιστεύει κανείς την ορθότητα της επιλογής του και να ζει σύμφωνα με αυτήν.
Η Εκκλησία βέβαια στη μακρά ιστορία της δέχθηκε και ύβρεις και απειλές και πολέμους και διωγμούς, χωρίς να υποστεί τον θάνατο που επεδίωκαν οι διώκτες της ή να υποστείλει την πίστη και το κήρυγμά της. Και αξίζει να θυμόμαστε πάντοτε, και ιδίως όταν εκδηλώνονται αρνητικές διαθέσεις απέναντί της, τα αθάνατα λόγια του ιερού Χρυσοστόμου: «Οὐδὲν Ἐκκλησίας δυνατώτερον, ἄνθρωπε. Λῦσον τὸν πόλεμον, ἵνα μὴ καταλύσῃ σου τὴν δύναμιν· μὴ εἴσαγε πόλεμον εἰς οὐρανόν. Ἄνθρωπον ἐὰν πολεμῇς, ἢ ἐνίκησας, ἢ ἐνικήθης. Ἐκκλησίαν δὲ ἐὰν πολεμῇς, νικῆσαί σε ἀμήχανον· ὁ Θεὸς γάρ ἐστιν ὁ πάντων ἰσχυρότερος... Πόσοι τύραννοι ἠθέλησαν περιγενέσθαι τῆς Ἐκκλησίας; πόσα τήγανα; πόσοι κάμινοι, θηρίων ὀδόντες, ξίφη ἠκονημένα; καὶ οὐ περιεγένοντο. Ποῦ οἱ πολεμήσαντες; Σεσίγηνται καὶ λήθῃ παραδέδονται. Ποῦ δὲ ἡ Ἐκκλησία; Ὑπὲρ τὸν ἥλιον λάμπει. Τὰ ἐκείνων ἔσβεσται, τὰ ταύτης ἀθάνατα».
ὅταν διώξοουμε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή μας, τότε εἶναι εὔκολο νὰ ἀνακηρύξουμε τὸν ἑαυτό μας ὡς θεό. Φυσικὰ ὄχι παντοδύναμο, μόνο ἀδύναμο...π.κ
ΑπάντησηΔιαγραφή