Πόσο συχνά ακούτε να μιλούν στα Μέσα για ‘συναλλαγή’ ή ‘συνδιαλλαγή’; Πόσο συχνά οι ομιλητές χρησιμοποιούν λανθασμένα τις δυο αυτές λέξεις που διαφέρουν μεταξύ τους... κατά μία βυζαντινή νότα; Ας προσπαθήσουμε να τις ξεμπλέξουμε.
Συναλλαγή είναι η δοσοληψία, σχέση κυρίως οικονομική μεταξύ προσώπων ή φορέων ή κρατών κτλ. Έτσι λέμε π.χ. ότι "η Ελλάδα έχει εμπορικές συναλλαγές με την Κύπρο". Χρησιμοποιείται όμως και με αρνητική έννοια για κάθε είδους αθέμιτη ή ύποπτη σχέση με παροχή ανταλλαγμάτων, όπως μεταξύ δημοσίων αξιωματούχων και ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Συνδιαλλαγή είναι ο συμβιβασμός, η αποκατάσταση σχέσεων που έχουν διαταραχθεί. Να μην την μπερδεύουμε με την συνδιάλεξη (συνομιλία), μια και η δεύτερη προέρχεται από το ρήμα συνδιαλέγομαι (συνομιλώ, διαπραγματεύομαι), ενώ η πρώτη από το συνδιαλλάσσομαι. Μπορούμε βέβαια να πούμε π.χ. ότι "μετά από τηλεφωνική συνδιάλεξη των επικεφαλής επήλθε συνδιαλλαγή των δύο πλευρών".
Τα ουσιαστικά διαλλαγή και καταλλαγή (που κι αυτά σημαίνουν την συμφιλίωση) λέγονται λιγότερο συχνά στη νέα ελληνική, αν και χρησιμοποιείται το επίθετο διαλλακτικός γι’ αυτόν που έχει διάθεση κατανόησης και υποχώρησης.
Κι άλλο ένα ζευγάρι για ξεμπέρδεμα. Ακούμε πότε-πότε π.χ. ότι «το βιβλίο διαπραγματεύεται το τάδε θέμα». Το σωστό είναι ‘πραγματεύεται’, δηλ. εξετάζει, αναλύει το θέμα. Η διαπραγμάτευση είναι η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών για την επίλυση κάποιου ζητήματος, αν και οι αρχαίοι την χρησιμοποιούσαν με την έννοια της αναλυτικής εξέτασης. Οι σημασίες έχουν κι αυτές την ιστορία τους.
Συναλλαγή είναι η δοσοληψία, σχέση κυρίως οικονομική μεταξύ προσώπων ή φορέων ή κρατών κτλ. Έτσι λέμε π.χ. ότι "η Ελλάδα έχει εμπορικές συναλλαγές με την Κύπρο". Χρησιμοποιείται όμως και με αρνητική έννοια για κάθε είδους αθέμιτη ή ύποπτη σχέση με παροχή ανταλλαγμάτων, όπως μεταξύ δημοσίων αξιωματούχων και ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Συνδιαλλαγή είναι ο συμβιβασμός, η αποκατάσταση σχέσεων που έχουν διαταραχθεί. Να μην την μπερδεύουμε με την συνδιάλεξη (συνομιλία), μια και η δεύτερη προέρχεται από το ρήμα συνδιαλέγομαι (συνομιλώ, διαπραγματεύομαι), ενώ η πρώτη από το συνδιαλλάσσομαι. Μπορούμε βέβαια να πούμε π.χ. ότι "μετά από τηλεφωνική συνδιάλεξη των επικεφαλής επήλθε συνδιαλλαγή των δύο πλευρών".
Τα ουσιαστικά διαλλαγή και καταλλαγή (που κι αυτά σημαίνουν την συμφιλίωση) λέγονται λιγότερο συχνά στη νέα ελληνική, αν και χρησιμοποιείται το επίθετο διαλλακτικός γι’ αυτόν που έχει διάθεση κατανόησης και υποχώρησης.
Κι άλλο ένα ζευγάρι για ξεμπέρδεμα. Ακούμε πότε-πότε π.χ. ότι «το βιβλίο διαπραγματεύεται το τάδε θέμα». Το σωστό είναι ‘πραγματεύεται’, δηλ. εξετάζει, αναλύει το θέμα. Η διαπραγμάτευση είναι η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών για την επίλυση κάποιου ζητήματος, αν και οι αρχαίοι την χρησιμοποιούσαν με την έννοια της αναλυτικής εξέτασης. Οι σημασίες έχουν κι αυτές την ιστορία τους.
Πονεμένη ιστορία η γλώσσα.
ΑπάντησηΔιαγραφή