Ανήμερα του Πάσχα διαβάζω το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του καθηγητή Παύλου Καλλιγά με τίτλο ‘Η παιδεία του μαυροπίνακα’ [Καθημερινή 24/4], που το συνιστώ σε όλους όσοι ασχολούνται με την εκπαίδευση με οποιαδήποτε ιδιότητα. Μέσα σε λίγες γραμμές αντιπαραβάλλει την παραδοσιακή εκπαιδευτική διαδικασία με το ‘κατέβασμα’ έτοιμων γνώσεων σε διαδραστικούς πίνακες που σχεδιάζει το υπουργείο παιδείας. Και μου φέρνει στη σκέψη κάποιους κλασικούς δασκάλους που μας άφησαν το αποτύπωμά τους (έκφραση της μόδας κι αυτή).
Αρχίζω από τον καθηγητή μας στη Βιοχημεία Αντώνη Τρακατέλλη. Οπτικά τον έχω ταυτίσει με τον πίνακα και την κιμωλία. Με το που έμπαινε στο αμφιθέατρο άρχιζε ακούραστα να γράφει – απ’ έξω και χωρίς κανένα βοήθημα – πολύπλοκους χημικούς τύπους και εξισώσεις που κάλυπταν όλη την παράδοση, ενώ παράλληλα ερμήνευε προφορικά τα γραφόμενα. Μόλις γέμιζε ο μεγάλος πίνακας, τον ανέβαζε ψηλά, καθάριζε με τον σπόγγο τον δεύτερο πίνακα και συνέχιζε τη διαδικασία αυτή ολόκληρη τη διδακτική ώρα. Εφτά πίνακες είχα μετρήσει σε μια παράδοση, τους οποίους σημειωτέον αντιγράφαμε στα μπλοκ μας, μια και το σύγγραμμά του τότε δεν είχε ολοκληρωθεί. Εν πολλοίς από τις σημειώσεις εκείνες περάσαμε το μάθημα στο τρίτο έτος.
Την ίδια ανάμνηση έχω και από την καθηγήτρια Ιστολογίας Χρυσή Κεραμέως-Φόρογλου (δεν γνωρίζω αν συγγενεύει με τη σημερινή υπουργό). Εκείνη χρησιμοποιούσε χρωματιστές κιμωλίες στον ίδιο μαυροπίνακα για να αποδίδει με ιδιαίτερη τέχνη τα ιστολογικά παρασκευάσματα. Υποθέτω ότι σήμερα θα μπορούσε να έχει σε μια παρουσίαση PowerPoint τις αντίστοιχες εικόνες των ιστολογικών τομών και να εξηγεί προφορικά τα επιμέρους στοιχεία τους. Ωστόσο οι δυο τεχνικές δεν είναι ακριβώς ίδιες. Ένας φωτογράφος κι ένας ζωγράφος μπορεί να απαθανατίζουν το ίδιο πρόσωπο ή τοπίο, με διαφορετικό μέσο όμως και με άλλο επίπεδο προσπάθειας στην κάθε περίπτωση. Η ύπαρξη του ενός μέσου δεν αναιρεί την αξία και τη μορφωτική σημασία του άλλου. Ειδικά στην περίπτωση της παιδείας υπάρχει ένα παλιό εκπαιδευτικό δόγμα που έλεγε ότι μία γραφή ισοδυναμεί με πέντε αναγνώσεις. Η εμπλοκή της κινητικής μνήμης (γραφή με το χέρι, όχι στο πληκτρολόγιο) κάνει την μνημονική εγχάραξη του κειμένου πιο βαθιά και πιο ανθεκτική στον χρόνο από την απλή ανάγνωση/αποστήθιση.
Κι αυτή η αναφορά στη γραφή με πάει πιο πίσω, στον μακαρίτη Κώστα Ράπτη, τον άνθρωπο που μας μύησε (νομίζω πλήρως δικαιολογημένο το ρήμα) στην αγγλική γλώσσα στα σχολικά μας χρόνια. Δάσκαλος της κιμωλίας κι εκείνος, γέμιζε πίνακες με συνώνυμα και αντίθετα και μας έβαζε να τα γράφουμε και να τα μαθαίνουμε (με τις επιμέρους διαφορές τους) και να τα χρησιμοποιούμε σωστά τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο. Η αξία της άσκησης αυτής (τότε μας φαινόταν ανιαρή και ανούσια) έχει αποδειχθεί έκτοτε περίτρανα. Αιωνία η μνήμη του.
Όλη αυτή η αναδρομή, όπως άλλωστε και το παραπάνω άρθρο, δεν εισηγείται απόρριψη της τεχνολογίας και επιστροφή στο παρελθόν. Το λάθος που συχνά κάνουμε είναι να απολυτοποιούμε το ένα με πλήρη αποκλεισμό του άλλου. Όπως όμως η είσοδος του ηλεκτρισμού στη ζωή μας δεν εξάλειψε παντελώς την αξία και την ανάγκη της φωτιάς, έτσι και η ψηφιακή τεχνολογία δεν αποτελεί τη λύση σε όλα. Δυστυχώς οι κάθε είδους τεχνικές ευκολίες συνεπάγονται απώλεια αντιστοίχων φυσικών δεξιοτήτων. Η συντήρηση και καλλιέργεια των ικανοτήτων αυτών του νου και των χεριών είναι αναγκαία για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του ανθρώπου ως σωματοψυχικού όντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου