Μεγάλο θέμα, πάντα επίκαιρο, ακόμη περισσότερο στην εποχή μας, όπου οι τρόποι και οι όροι της εργασίας μεταβάλλονται άρδην, σχεδόν νομοτελειακά θα λέγαμε, μια και όλη η ζωή αλλάζει όπως δεν φανταζόμασταν πριν μερικές δεκαετίες. Προς το καλύτερο; Εξαρτάται από την οπτική γωνία. Πολλά γράφονται, πολλά νομοθετούνται στις μέρες μας, πολλά οδοφράγματα υψώνονται, σιγοβράζει μια αντιπαράθεση, που βέβαια (όπως όλες οι ανάλογες στο παρελθόν) μπορεί να ξεκινά από δικαιολογημένες ενστάσεις και ανησυχίες, αλλά συντηρείται και διογκώνεται από όσους έχουν απώτερα συμφέροντα, πολιτικά ή οικονομικά. Με αφορμή τη σημερινή γενική απεργία ας δούμε λίγο το θέμα από κάποια απόσταση ψυχραιμίας, χωρίς να επιχειρούμε να πάρουμε θέση ή να εισηγηθούμε λύσεις.
Ιστορικά η εργασία ήταν συνυφασμένη με τον μόχθο. Βιβλικά ο Αδάμ τάχθηκε από τον Θεό στον Παράδεισο «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» [Γεν. 2:15], και η εργασία αυτή ήταν καταρχήν άκοπη. Η πτώση είχε ως συνέπεια την εισαγωγή του μόχθου («ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» [Γεν. 3:19]). Επί χιλιάδες χρόνια ο μόχθος και ο κόπος ήταν σωματικός, συχνά εξουθενωτικός. Πρακτικά δεν νοούνταν εργασία εκτός της σωματικής, και αυτή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιβίωση: ο ιδρώτας και ο άρτος του παραπάνω χωρίου ήταν δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μπορεί κάποιοι ‘αριστοκράτες’ να εξασφάλιζαν τον δικό τους άρτο (ή και το παντεσπάνι τους) με τον ιδρώτα άλλων και να θεωρούσαν ανάξιες για τα χέρια τους τις χειρωνακτικές εργασίες, αλλά ο Ησίοδος τον 7ο π.Χ, αιώνα βεβαίωνε ότι «ἔργον οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ᾽ ὄνειδος». Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος εργαζόταν, το ίδιο και οι απόστολοι, και μάλιστα ο Παύλος συμβούλευε τους Θεσσαλονικείς ότι «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω» (Β΄ Θεσ. 3:10) (κάτι που πολύ αργότερα ανέγραψαν οι Σοβιετικοί στην πύλη του Κρεμλίνου). Γι’ αυτό και ανά τους αιώνες και μέχρι σήμερα οι μοναχοί εκτός από την προσευχή, τη μελέτη και τη λατρεία έχουν στο ημερήσιο πρόγραμμά τους και το ‘εργόχειρο’.
Από ένα σημείο και πέρα αναπτύχθηκε και η πνευματική εργασία, που μπορούσε να γίνεται από μια καρέκλα, χωρίς ιδιαίτερη σωματική προσπάθεια. Αυτή έπαιρνε πολλές μορφές: μπορεί να ήταν π.χ. τήρηση βιβλίων και αρχείων για την εργασία άλλων, διεκπεραίωση εμπορικών συναλλαγών, συγγραφή κειμένων είτε διδακτικού είτε ψυχαγωγικού περιεχομένου, παροχή υπηρεσιών κάθε είδους μέσα σε μια κοινωνία που γινόταν όλο και πιο σύνθετη στις δομές και τις λειτουργίες της. Όσο αναπτύσσονταν οι μορφές αυτές, τόσο γινόταν και πιο ελκυστική η ιδέα «δουλεύω χωρίς να κουράζομαι». Το χωράφι, το περιβόλι, η οικοδομή, το εργοστάσιο, έπαψαν να είναι εργασιακοί στόχοι του κάθε νέου που μεγάλωνε. Αντίθετα, το γραφείο, το ωράριο, ο κατοχυρωμένος μισθός και τα επιδόματα, οι θεσμοθετημένες άδειες και άλλα παράπλευρα οφέλη έγιναν ζητούμενα από όλο και περισσότερους. Από εκεί ξεπήδησε και η επιθυμία για ανώτατη εκπαίδευση, πτυχία και άλλα μορφωτικά προσόντα που θα τους εξασφάλιζαν τα προς το ζην «χωρίς να σκάπτωσιν», όπως το έθετε σκωπτικά ο Ροΐδης.
Με την εργασία βέβαια συμβαίνει κι ένα παράδοξο. Αφενός μεν θεωρείται ως παγκόσμιο δικαίωμα (και έτσι προβάλλεται ως διεκδίκηση), αφετέρου όσοι την απαιτούν θέλουν όλο και πιο στενά όρια σ’ αυτήν (λιγότερες ώρες, περισσότερες απολαβές), με τελικό αποτέλεσμα το οξύμωρο της απαίτησης για εργασία χωρίς εργασία (πιο ρεαλιστικά, για μισθό χωρίς κόπο, αλλά ας μην ανοίξουμε πληγές). Με τη βιομηχανική επανάσταση οι βαριές δουλειές μπορεί να έγιναν πιο εύκολες, αλλά οι μηχανές άφησαν πάρα πολλούς εκτός εργασίας, μέχρι που οι άνθρωποι απέκτησαν τα προσόντα να επιβλέπουν ή να χειρίζονται τις μηχανές, ή να παρέχουν πιο σύνθετες υπηρεσίες. Το ίδιο και σε ακόμη ανώτερη κλίμακα παρατηρείται και στην εποχή μας με την ψηφιακή πλέον επανάσταση, που αλλάζει ριζικά τα δεδομένα στο περιβάλλον και το περιεχόμενο της εργασίας. Σε ένα τόσο ρευστό περιβάλλον – και δεν ξέρουμε πού αλλού μπορεί να μας οδηγήσει από τη μια μέρα στην άλλη – είναι τουλάχιστον αφελής αναχρονισμός να περιμένουμε να ισχύουν κανόνες άλλων εποχών. Όπως ξέρουμε και από τη Βιολογία, η επιβίωση ενός οργανισμού σε μεταβαλλόμενες συνθήκες εξαρτάται από την προσαρμοστικότητά του. Οι στάσιμοι οργανισμοί απλώς εξαφανίζονται.
Φυσικά δεν μπορεί κανείς να καλύψει όλες τις πτυχές του τεράστιου αυτού ζητήματος σε λίγες γραμμές, ακόμη κι αν είχε όλες τις απαιτούμενες γνώσεις. Ας σκιαγραφήσουμε όμως μια πρόχειρη αλυσίδα εργασιακών αναγκών σε μια σχηματική κοινωνία. Χρειαζόμαστε ψωμί. Ο αγρότης θα οργώσει, θα σπείρει και θα θερίσει το χωράφι, ο μύλος θα αλέσει το σιτάρι, ο έμπορος θα το πουλήσει στον αρτοποιό, εκείνος θα ετοιμάσει το ψωμί και θα το διαθέσει στον καθένα μας. Σε άλλο κλάδο της αλυσίδας, ο εργαζόμενος θα κατασκευάσει τα αγροτικά μηχανήματα, ο οικοδόμος και ο τεχνίτης τον φούρνο και τα καταστήματα, ο υπάλληλος θα ετοιμάσει τις άδειες και τις άλλες υπηρεσιακές διαδικασίες που χρειάζονται για να λειτουργούν όλοι αυτοί, ο λογιστής θα τηρεί τα βιβλία κ.ο.κ. Όλοι οι αναρίθμητοι αυτοί κρίκοι της αλυσίδας μπορεί κάποια στιγμή να αλλάξουν και από άνθρωποι να γίνουν κάποιου είδους μηχανές. Η ανάγκη για εργασία θα δημιουργήσει πιθανώς νέους ενδιάμεσους ‘κρίκους’. Αυτό όμως που δεν θα αλλάξει (όσο τουλάχιστον υπάρχουν ανθρώπινα όντα) είναι η ανάγκη για ψωμί και για τα άλλα απαραίτητα για την επιβίωση όλων αυτών. Και αυτό δεν μπορεί να το παραγάγει κανένας υπολογιστής και κανενός είδους τεχνητή νοημοσύνη. Χωρίς να παραβλέπει κανείς τη συνεισφορά όλων των τιμίων επαγγελμάτων στην εύρυθμη λειτουργία μιας κοινωνίας, το τελείως βασικό επίπεδο που λέγεται αγροτοδιατροφικός τομέας θα είναι αναντικατάστατο. Η αλήθεια αυτή δεν θα πρέπει ποτέ να λησμονείται.
Ασφαλώς όμως θα επανέλθουμε κάποια στιγμή.
Η ΝΕΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΕΓΕΤΑΙ ΔΟΥΛΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ, Ο ΕΡΓΑΤΗΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΔΟΥΛΟΣ .Ο ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ ΘΑ ΑΠΟΛΥΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΟΚΟΥΝ.Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΚΕΡΔΟΣ. Ο ΕΡΓΑΤΗΣ ΘΑ ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΟ ΩΡΟΜΙΣΘΙΟΝ. Π.Χ. ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ 15 ΕΡΓΑΤΩΝ ΘΑ ΠΑΡΑΓΕΙ 200 ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΑΣ ΣΕ 8 ΩΡΕΣ ΚΑΙ ΘΑ ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΤ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΑ 2 ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ.
ΑπάντησηΔιαγραφή