Πολλές φορές ακούσαμε τις
μέρες αυτές (και σίγουρα θα ακούσουμε ακόμη περισσότερες) τη λέξη ατιμωρησία.
Τις πιο πολλές ο όρος προσδιορίζεται από τον εκάστοτε ομιλητή στην αστυνομία και
τις υπερβάσεις των καθηκόντων της. Γιατί όμως μας ξαφνιάζει το φαινόμενο; Και
γιατί στενεύουμε τόσο την οπτική μας γωνία; Διακινδυνεύοντας να γίνω βαρετός με
την επανάληψη, εδώ και δεκαετίες βλέπω την ατιμωρησία να αποτελεί τον κανόνα σε
οποιοδήποτε κοινωνικό στρώμα και σε κάθε έκφραση της δημόσιας ζωής. Η κάθε
είδους παραβατικότητα αυξάνεται, αλλά οι παραβάτες, ακόμη και σε εγκληματικό
βαθμό, συνηθέστατα περνούν από τους χώρους της δικαιοσύνης αβρόχοις ποσί. Είχα γράψει
παλιότερα το παράδειγμα, ότι αν καις αγριόχορτα στην αυλή σου και ο αέρας
μεταδώσει τη φωτιά στο διπλανό δάσος είσαι υπαίτιος για εμπρησμό, ενώ αν πετάς
μολότωφ εναντίον ανθρώπων ή βάζεις φωτιά σε κάδους απορριμμάτων (περιουσία του
δημοσίου) ή σε αυτοκίνητα, δεν τρέχει απολύτως τίποτε. Υπάρχει λογική στην
αντιμετώπιση αυτή;
Η
ατιμωρησία αρχίζει, και δη θεσμικά κατοχυρωμένη, από τη μικρή ηλικία. Κανείς γονιός ή
εκπαιδευτικός δεν μπορεί σήμερα να επιβάλει τιμωρία σε παιδί χωρίς να βρεθεί
αντιμέτωπος με κάποιον κοινωνικό ‘συνήγορο’ που θα του απαγγείλει τα δικαιώματα
του παιδιού χωρίς καμιά αντίστοιχη υποχρέωση. Μεγαλώνοντας έτσι το παιδί θεωρεί
δεδομένο ότι δικαιούται να κάνει τα πάντα χωρίς συνέπειες, και χωρίς κανένα
ενδιαφέρον για τα δικαιώματα των άλλων. Αυτό ακριβώς έχει καταφέρει η περιβόητη
‘αντιαυταρχική εκπαίδευση’ και η γονική υπερπροστασία.
Ο
μεγάλος γιατρός Πωλ Μπραντ γράφει στο βιβλίο του για τον πόνο ότι ο πόνος είναι
δυσάρεστος διότι αλλιώς παύει να είναι αποτελεσματικός. Αν αγγίζοντας μια καυτή
επιφάνεια, αντί για την επώδυνη αίσθηση του καψίματος, ακούγαμε μια
ενδόμυχη φωνή να μας λέει γλυκά: «Παρακαλώ τραβήξτε αμέσως το χέρι σας διότι
κινδυνεύετε να πάθετε ανεπανόρθωτη βλάβη στη σωματική σας ακεραιότητα.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας», θα είχαμε ήδη χάσει το χέρι μας μέχρι να
τελειώσει η αναγγελία. Με τον δυσάρεστο αυτό τρόπο ο πόνος επιτελεί αποτελεσματικά
την προστατευτική του λειτουργία. Το ίδιο ισχύει και με την τιμωρία: δεν αρκεί
η ευγενική υπόδειξη, η λεκτική επίπληξη. Χρειάζεται κι αυτή ως πρώτο βήμα,
αλλά έχει τα όριά της. Από ένα σημείο και πέρα είναι αναγκαία η τιμωρία. Όπως ο
πόνος, έτσι και η ποινή, στην κατάλληλη ηλικία, δημιουργεί ένα εξαρτημένο
αντανακλαστικό που έχει σκοπό να αποτρέπει παραβατικές συμπεριφορές αργότερα.
Έτσι, όταν ανακύπτει το ερώτημα περί ατιμωρησίας της αστυνομίας, ας ρωτούμε
τους εαυτούς μας παράλληλα: μόνο οι αστυνομικές πράξεις παραμένουν ατιμώρητες;
Και τι ακριβώς κάναμε ως κοινωνία και ως παιδευτικό σύστημα για να μη φθάσουμε
στο σημείο αυτό;