Πάντα ωραίο σαν λέξη και σαν ιδανικό. Ποιος δεν πίνει νερό στ’ όνομά του; Ποιος δεν το επικαλείται κάθε φορά που βρίσκεται σε αντιπαράθεση με κάποιον άλλο, γείτονα, συνέταιρο, ανταγωνιστή, συχνά συγγενή, με αφορμή κάποια μεταξύ τους διεκδίκηση; Και τι θα γινόμασταν αν δεν υπήρχε κάποιου είδους δίκαιο για να βοηθάει στην επίλυση τέτοιων διαφορών, από τις μικρότερες μέχρι τις μεγαλύτερες;
Κάθε τόσο ακούμε πολλά περί δικαίου. Στις μέρες μας μάλιστα υπάρχουν δυο μεγάλες αφορμές που το αναδεικνύουν καθημερινά: η δίκη της Χρυσής Αυγής σε ποινικό επίπεδο και η συμπεριφορά της Τουρκίας σε διεθνές. Ως μη ειδικοί ακούμε και μαθαίνουμε πολλά από άλλους ειδήμονες, κάποια από τα οποία μας κάνουν και τρίβουμε τα μάτια μας. Έτσι π.χ. σήμερα το πρωί άκουσα ότι εφόσον είσαι εκλεγμένος ευρωβουλευτής και καταδικαστείς σε φυλάκιση για ποινικό αδίκημα, δεν χάνεις ούτε την ιδιότητα ούτε τα προνόμια και τον παχυλό μισθό του ευρωκοινοβουλίου. Γι’ αυτό εμπιστεύεται κανείς τόσο πολύ τους πολιτικούς: διότι συνήθως φροντίζουν να έχουν βουτυρωμένο το ψωμί τους υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Η έννοια του δικαίου περιλαμβάνει κάποιες παραμέτρους. Η μία είναι το σύνολο των κανόνων συμπεριφοράς σε μια συγκεκριμένη περιοχή του κοινού βίου. Έτσι π.χ. έχουμε εμπορικό δίκαιο που ρυθμίζει τα της αγοράς, αστικό δίκαιο που βάζει κανόνες στις καθημερινές σχέσεις μεταξύ των πολιτών και του κράτους, διεθνές δίκαιο που κάνει το ίδιο σε επίπεδο κρατών κ.ο.κ. Η άλλη παράμετρος είναι οι συμβαλλόμενοι. Οι έμποροι, οι πολίτες, τα κράτη, αποδέχονται και τηρούν τους κώδικες συμπεριφοράς που ισχύουν σε κάθε περίπτωση, αποφεύγοντας τις παραβιάσεις τους, ώστε να μη βρεθούν αντιμέτωποι με την άλλη παράμετρο, που είναι ο μηχανισμός εφαρμογής του δικαίου και οι ανάλογες συνέπειες και κυρώσεις για την καταπάτησή του.
Αυτά ως προς την απλουστευμένη θεωρία. Στην πράξη ανακύπτουν προβλήματα, διότι, όπως λέγεται με μορφή λογοπαιγνίου, θεωρία και πράξη είναι θεωρητικά ίδιες, αλλά πρακτικά διαφέρουν. Ένα πρόβλημα είναι η ερμηνεία που δίνεται στους κανόνες του δικαίου. Αυτό συχνά έχει να κάνει με τη φραστική διατύπωση ενός νόμου, που μπορεί να χαρακτηρίζεται από ασάφειες και αοριστίες και να αφήνει ‘παράθυρα’ για επιδέξιους δικηγόρους. Ένα άλλο είναι η κοινή αποδοχή και ισχύς των κανόνων του δικαίου. Το «οὐ κλέψεις» θεωρητικά ισχύει για όλους, αλλά το αποδέχονται όλοι; Τι ακριβώς συνιστά κλοπή; Είναι όλες οι κλοπές ίδιες; Ο πλούσιος που εκμεταλλεύεται ‘νόμιμα’ τον φτωχό διαπράττει το ίδιο αδίκημα με τον φτωχό που κλέβει ‘παράνομα’ τον πλούσιο; Ο πολίτης που κλέβει από το κράτος σε τι διαφέρει από το κράτος που κλέβει τον πολίτη; Τα ερωτήματα αυτά μπορούν να απασχολούν τους νομικούς δια βίου, χωρίς να καταλήγουν σε γενικά αποδεκτές απαντήσεις. Και τι γίνεται όταν άτομα, ομάδες ή κράτη αγνοούν κατάφωρα κανόνες δικαίου και συμπεριφοράς, ανάλογα με το συμφέρον τους;
Κι εδώ φτάνουμε στο άλλο μείζον θέμα, εκείνο της επιβολής του δικαίου. Ο καλύτερος των νόμων αποδεικνύεται άχρηστος αν δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής του, ακόμη και από εκείνους που δεν τον δέχονται. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να λύνεται εύκολα όταν η διαφορά ισχύος των δύο μερών είναι μεγάλη: το κράτος έχει την εξουσία να φυλακίσει ανέξοδα τον πολίτη, ο τελευταίος όμως θα πρέπει να «δαπανήσει τὰ παρ’ ἑαυτοῦ πάντα» για να βρει το δίκιο του απέναντι στο κράτος. Ένα ισχυρό κράτος μπορεί να εισβάλει σ’ ένα αδύναμο αν ξέρει ότι δεν πρόκειται να υποστεί επώδυνες συνέπειες, πέρα από μια φραστική καταδίκη. Ένα πρόστιμο δεν σημαίνει απολύτως τίποτε για έναν πάμπλουτο, ισοδυναμεί όμως με χρεωκοπία για έναν ενδεή. Μια υπερδύναμη μπορεί να αγνοεί περιφρονητικά την ύπαρξη διεθνούς δικαστηρίου και να μην αναγνωρίζει τις αποφάσεις του, ακόμη κι αν τις επικαλείται εναντίον όλων των άλλων, και να αυτοδικεί κατά βούλησιν εκεί που βλέπει (ή και υποψιάζεται μόνο) ότι θίγονται τα συμφέροντά της. Δανειζόμενοι μια ρήση του Αποστόλου Παύλου θα λέγαμε ότι «νόμος παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα» [Ρωμ. 5:20], δηλαδή η ύπαρξη νόμων πρωτίστως αναδεικνύει το πλήθος των παρανομιών που διαπράττονται καθημερινά από όσους έχουν συμφέροντα και εξουσίες.
Και κάτι τελευταίο. Για να υφίσταται νόμος είναι απαραίτητο ένα κριτήριο, ένα σημείο αναφοράς, ένα μέτρο σύγκρισης βάσει του οποίου οι όποιες πράξεις και συμπεριφορές θα χαρακτηρίζονται σύννομες ή παράνομες, δίκαιες ή άδικες, κι ένας μηχανισμός επιβολής. Όλα τα παραπάνω ισχύουν για κάθε είδους νόμο. Και στα μεν ανθρώπινα πράγματα συχνά τόσο οι νόμοι όσο και η επιβολή τους ακολουθούν τον κυνικό κανόνα του ‘δικαίου του ισχυροτέρου’: όποιος μπορεί να νομοθετεί και να επιβάλλει κατά το συμφέρον του έχει συνήθως ‘δίκαιο’, έστω κι αν όλοι οι άλλοι βλέπουν το κριτήριο αυτό ως τελείως σαθρό και παράνομο. Για όσους όμως πιστεύουν ότι όλα τα ανθρώπινα είναι πεπερασμένα και μάταια αλλά δεν αποτελούν την μόνη πραγματικότητα, υπάρχει και το τελικό κριτήριο και σημείο αναφοράς, που περιέγραψε ο Ιησούς Χριστός όταν έλεγε στους μαθητές του και σε όλους μας: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα…· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ» [Ματθ. 10:28]. Γι’ αυτό και ο Αδελφόθεος Ιάκωβος μας θυμίζει ότι «εἷς ἐστιν ὁ νομοθέτης καὶ κριτής, ὁ δυνάμενος σῶσαι καὶ ἀπολέσαι» [Ιακ. 4:12], ο Θεός, απέναντι στον οποίο δεν υπάρχει ούτε δευτεροβάθμιο δικαστήριο ούτε άλλο ένδικο μέσον, αφού είναι ο ίδιος «δίκαιος καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησε» [Ψαλμ. 10:7], «ἡ δικαιοσύνη του» είναι «δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ νόμος του ἀλήθεια» [Ψαλμ. 118:142].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου