Συζητώντας με φίλο επαγγελματία που η συνέχιση της εργασίας του (και συνεπώς το εισόδημά του) εξαρτάται και από οικονομικές ρυθμίσεις και αποφάσεις του δημοσίου, ακούω τη συνηθισμένη πλέον φράση: «Όποιος έχει να κάνει με το κράτος την έχει βάψει», ή κάποια λεκτική παραλλαγή της. Όχι για πρώτη φορά, θαυμάζω αυτή την περίεργη αμφιθυμική σχέση των Ελλήνων πολιτών με το κράτος τους.
Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, σε δημόσιες τοποθετήσεις, σε άρθρα, ιστοσελίδες, επιστολές στον Τύπο, με κάθε μέσον και τρόπο, έχουμε ο καθένας μας να καταμαρτυρήσουμε τα μύρια όσα κατά του κράτους. Έτσι κάνει το δημόσιο, αλλιώς οι υπηρεσίες, διαφορετικά οι υπάλληλοι, οι κλητήρες, οι σύμβουλοι, οι βουλευτές, οι υπουργοί, και πάει λέγοντας. Άχρηστοι, ανίκανοι, αργόσχολοι, ανάξιοι, είναι μερικά από τα πιο κόσμια επίθετα που χρησιμοποιούμε για να στολίζουμε τους διαφόρους εκπροσώπους του κράτους, σε όποια θέση και με όποια ιδιότητα τους συναντούμε στο δρόμο μας. Συχνά ίσως δικαιολογημένα (βλέπετε, το κράτος έχει την τάση να προκαλεί τέτοιες αντιδράσεις από τους πολίτες του), πολλές φορές όμως αδικώντας έτσι τους εντίμους, συνεπείς, ευσυνειδήτους, σκληρά εργαζομένους και μη αναγνωριζομένους δημοσίους Λειτουργούς (με κεφαλαίο και με διαφορετικό όνομα, για να ξεχωρίζουν από τους άλλους).
Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Από την άλλη, το ίδιο κράτος/δημόσιο είναι το καταφύγιο και η εσχάτη βαθμίδα αναφοράς όλων ημών των πολιτών του. Περιμένουμε από αυτό να μας περιθάλπει (από την κούνια μέχρι τον τάφο), να μας (εξ)ασφαλίζει, να μας μορφώνει δια βίου, να μας γηροκομεί και να μας συνταξιοδοτεί (κατά προτίμηση χωρίς να βάζουμε το χέρι στην τσέπη γι’ αυτό). Περιμένουμε να μας αποζημιώνει για κάθε βλάβη που παθαίνουμε από λοιμό, λιμό και καταποντισμό, άσχετα από τη δική μας ευθύνη για τη ζημία. Περιμένουμε πρωτίστως να μας ‘τακτοποιεί’ και να μας διορίζει, είτε από την κύρια είσοδο είτε από κάποιο παραπόρτι. Αν δεν το κάνει με τη σημερινή εκλεγμένη εκδοχή του, έχουμε πάντα τη δυνατότητα και την απειλή να το επιδιώξουμε από την επόμενη μορφή του με την ψήφο μας. Για να παραφράσω έναν στίχο των Ψαλμών, «ἐὰν μὴ χορτασθῶμεν, καὶ γογγύσωμεν» [Ψ. 58].
Δεν ξέρω αν μπορούν να συμβιβασθούν αυτές οι δυο απόψεις και αντιλήψεις. Φαίνεται ότι, σύμφωνα με τη λαϊκή παροιμία, «τα καλά του Γιάννη τα θέλουμε, τον Γιάννη δεν τον θέλουμε». Έχοντας ζήσει για αρκετά χρόνια εκτός συνόρων, νομίζω ότι ένα διαφορετικό κράτος το αποτελούν διαφορετικοί πολίτες. Με άλλη παιδεία και άλλο τρόπο του ‘πολιτεύεσθαι’, με προσωπική και συλλογική συναίσθηση ευθύνης για τον ρόλο που ο καθένας καλείται να διαδραματίσει μέσα στο σύνολο. Αν αυτά υπάρχουν, οι παροχές του κράτους δεν θα αποτελούν πλέον προϊόν εκβιαστικής απαίτησης ψηφοφόρων, αλλά αυτονόητη εκπλήρωση φυσικής υποχρέωσης του συνόλου απέναντι στα μέλη του.
Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, σε δημόσιες τοποθετήσεις, σε άρθρα, ιστοσελίδες, επιστολές στον Τύπο, με κάθε μέσον και τρόπο, έχουμε ο καθένας μας να καταμαρτυρήσουμε τα μύρια όσα κατά του κράτους. Έτσι κάνει το δημόσιο, αλλιώς οι υπηρεσίες, διαφορετικά οι υπάλληλοι, οι κλητήρες, οι σύμβουλοι, οι βουλευτές, οι υπουργοί, και πάει λέγοντας. Άχρηστοι, ανίκανοι, αργόσχολοι, ανάξιοι, είναι μερικά από τα πιο κόσμια επίθετα που χρησιμοποιούμε για να στολίζουμε τους διαφόρους εκπροσώπους του κράτους, σε όποια θέση και με όποια ιδιότητα τους συναντούμε στο δρόμο μας. Συχνά ίσως δικαιολογημένα (βλέπετε, το κράτος έχει την τάση να προκαλεί τέτοιες αντιδράσεις από τους πολίτες του), πολλές φορές όμως αδικώντας έτσι τους εντίμους, συνεπείς, ευσυνειδήτους, σκληρά εργαζομένους και μη αναγνωριζομένους δημοσίους Λειτουργούς (με κεφαλαίο και με διαφορετικό όνομα, για να ξεχωρίζουν από τους άλλους).
Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Από την άλλη, το ίδιο κράτος/δημόσιο είναι το καταφύγιο και η εσχάτη βαθμίδα αναφοράς όλων ημών των πολιτών του. Περιμένουμε από αυτό να μας περιθάλπει (από την κούνια μέχρι τον τάφο), να μας (εξ)ασφαλίζει, να μας μορφώνει δια βίου, να μας γηροκομεί και να μας συνταξιοδοτεί (κατά προτίμηση χωρίς να βάζουμε το χέρι στην τσέπη γι’ αυτό). Περιμένουμε να μας αποζημιώνει για κάθε βλάβη που παθαίνουμε από λοιμό, λιμό και καταποντισμό, άσχετα από τη δική μας ευθύνη για τη ζημία. Περιμένουμε πρωτίστως να μας ‘τακτοποιεί’ και να μας διορίζει, είτε από την κύρια είσοδο είτε από κάποιο παραπόρτι. Αν δεν το κάνει με τη σημερινή εκλεγμένη εκδοχή του, έχουμε πάντα τη δυνατότητα και την απειλή να το επιδιώξουμε από την επόμενη μορφή του με την ψήφο μας. Για να παραφράσω έναν στίχο των Ψαλμών, «ἐὰν μὴ χορτασθῶμεν, καὶ γογγύσωμεν» [Ψ. 58].
Δεν ξέρω αν μπορούν να συμβιβασθούν αυτές οι δυο απόψεις και αντιλήψεις. Φαίνεται ότι, σύμφωνα με τη λαϊκή παροιμία, «τα καλά του Γιάννη τα θέλουμε, τον Γιάννη δεν τον θέλουμε». Έχοντας ζήσει για αρκετά χρόνια εκτός συνόρων, νομίζω ότι ένα διαφορετικό κράτος το αποτελούν διαφορετικοί πολίτες. Με άλλη παιδεία και άλλο τρόπο του ‘πολιτεύεσθαι’, με προσωπική και συλλογική συναίσθηση ευθύνης για τον ρόλο που ο καθένας καλείται να διαδραματίσει μέσα στο σύνολο. Αν αυτά υπάρχουν, οι παροχές του κράτους δεν θα αποτελούν πλέον προϊόν εκβιαστικής απαίτησης ψηφοφόρων, αλλά αυτονόητη εκπλήρωση φυσικής υποχρέωσης του συνόλου απέναντι στα μέλη του.
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΡΩΣΤΗΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΣΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΥΛΙΑΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ.(ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι ποιος θα τολμήσει να πει δημόσια αυτό το... αυτονόητο, Ευάγγελε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ μονιμότητα είναι "κατακτημένο δικαίωμα" στην Ελλάδα, το οποίο μοιράζει κάθε φορά όποιος κρατάει τα κλειδιά της εξουσίας. Γι' αυτό και οποιαδήποτε συζήτηση για αξιολόγηση και τα τοιαύτα προσκρούει στις κομματικές θύρες. Υπάρχει περίπτωση να αλλάξει ένα τέτοιοι σύστημα;