Είναι κάτι σκηνές που σε βάζουν σε σκέψεις.
Στις τακτικές διαδρομές μου προς και από το ιατρείο κάθε απόγευμα και βράδυ οδοιπορώ σε δρόμους στενούς, στα σύγχρονα ‘φαράγγια της Σαμαριάς’ που αποτελούν τις πόλεις μας. Δυο σειρές σταθμευμένα αυτοκίνητα -- είμαι κι εγώ ένοχος για το καθημερινό αυτό αδίκημα -- και ίσα-ίσα χώρος για ένα ακόμη όχημα (ανάλογα και με το μέγεθος) να περάσει ανάμεσά τους σε απόσταση παρολίγον εκδοράς. Τα πεζοδρόμια υποτυπώδη έως ανύπαρκτα, τα μπαλκόνια το ίδιο. Η θέα;
Κι εδώ έρχονται οι σκηνές. Η μία τακτική, σχεδόν καθημερινή. Ένας εξώστης σε ύψος πρώτου ορόφου, το πολύ τρία μέτρα μήκος και ένα πλάτος. Μια-δυο καρέκλες μετά βίας χωρούν. Ένα ηλικιωμένο ανδρόγυνο, πότε και οι δυο μαζί, πότε ένας από τους δύο, κάθονται και κοιτάζουν... τι; Τα πενήντα, άντε εκατό μέτρα στενού και βρώμικου δρόμου προς τις τρεις κατευθύνσεις (η οικοδομή βρίσκεται στην κορυφή μιας γωνίας σχήματος Τ). Γάτες και σκύλους που απολαμβάνουν το φαγητό ή το κυνηγητό τους γύρω ή και μέσα στους κάδους των απορριμμάτων. Μηχανάκια που μαρσάρουν και αυτοκίνητα που ελίσσονται αναζητώντας μια θέση στάθμευσης ή πέφτουν αχόρταγα στο πρώτο κενό που βρίσκουν. Πεζούς να περνοδιαβαίνουν, συνήθως με τα κινητά στο αυτί. Κάθε μέρα, κάθε εσπέρα το ίδιο σκηνικό. Ο ίδιος ορίζοντας. Παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Μια ζωή.
Η δεύτερη σκηνή, που έδωσε και την άμεση αφορμή για την κατάθεση αυτή, ήταν καινούργια και απροσδόκητη. Καθώς βάδιζα ένα σούρουπο προς το αυτοκίνητο άκουσα από ψηλά τον βόμβο ενός αεροπλάνου που κατέβαινε προς το ‘Μακεδονία’. Το μάτι μου πήρε μια κίνηση κάπου πιο χαμηλά. Στο στενό μπαλκόνι ενός μεσοπατώματος, πιο μικρό από το προηγούμενο, εμφανίσθηκαν στη στιγμή δυο πιτσιρίκια, τριών-τεσσάρων ετών το πολύ. Με τα φανελάκια τους (έκανε ακόμη ζέστη), με τα στόματα πασαλειμμένα από το βραδινό φαγητό, γραπώθηκαν στα σκονισμένα κάγκελα και σήκωσαν τα βλέμματα προς τον θόρυβο. Έξι ορόφους πιο ψηλά μόλις φαινόταν μια λωρίδα μισοσκότεινου ουρανού. Ακόμη κι αν ήταν καταμεσήμερο, το πλάτος της δεν θα επέτρεπε στα παιδικά μάτια να πιάσουν το φευγαλέο πέρασμα του σιδερένιου πουλιού στον αιθέρα. Κάτι μουρμούρισαν στη δική τους παιδική διάλεκτο, κι έμειναν εκεί να χαζεύουν απογοητευμένα το δυσδιάκριτο στερέωμα.
Μπήκα στο αυτοκίνητο και απομακρύνθηκα συλλογισμένος. Πόσο δύσκολο είναι να ονειρεύεσαι μέσα στον στενό ορίζοντα που δημιουργούν τα σύγχρονα ‘φαράγγια’ ανάμεσα στις πολυκατοικίες! Κι όμως, πάντα κάτι μας τραβάει να κοιτάμε ψηλά.
ΜΕΓΑΛΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙΕΧΕΙ Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ "παντα κατι μαs τραβαει να κοιταμε ψηλα" Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ(ψηλα). ΤΑ ΓΗΙΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο αληθινό το κείμενό σας και πόσες εικόνες δημιουργεί!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε ένα υπέροχο τέλος και μια προτροπή!Να κάνουμε ότι αυτά τα παιδιά,να στρέφουμε το βλέμμα μας ψηλά!Εκεί ο ορίζοντας, ξανοίγει!
Να είστε πάντα καλά!