Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Ρεμβασμός της Πρωτοχρονιάς

Πριν μερικά χρόνια διάβασα σε ξένο σημαντικό ιατρικό περιοδικό ένα άρθρο με τίτλο ‘Οι 140 αιτίες θανάτου και οι 27 διανοητικές διαταραχές του Μότσαρτ’ [1]. Ο συγγραφέας έλεγε ότι κατά καιρούς έχουν προταθεί στη βιβλιογραφία όλες αυτές οι πιθανές παθήσεις για τον μεγάλο συνθέτη. Έστειλα ένα χιουμοριστικό σχόλιο στο περιοδικό λέγοντας ότι, παρά την αγάπη μου για τη μουσική του, λίγο ενδιαφέρομαι για τις αρρώστιες και τα ακριβή αίτια του θανάτου του, μια και εδώ και αιώνες βρίσκεται έξω από τα όρια της επαγγελματικής μου δικαιοδοσίας. Ωστόσο, πρόσθετα, με βάση το πλήθος των σχετικών δημοσιεύσεων φαίνεται ότι το να γράψεις κάτι για τις αρρώστιες του Μότσαρτ είναι ένας σίγουρος τρόπος για να δημοσιευθεί το άρθρο σου, χωρίς να μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει βάσιμα και να το απορρίψει.  
     Αφήνουμε τη μουσική και περνάμε στα γράμματα. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι των γραμμάτων δεν λέγονται έτσι μόνο για όσα γράφουν οι ίδιοι, αλλά και για όσα γράφουν άλλοι γι’ αυτούς. Δεν έχουν βέβαια όλοι την ίδια αντιμετώπιση: για κάποιους γράφονται λιγότερα, για μερικούς περισσότερα. Σίγουρα έχει ενδιαφέρον το γενικό ερώτημα: γιατί τόσοι και τόσοι ασχολούνται με κάποιον συγγραφέα ή ποιητή, σε σημείο που όσα γράφονται γι’ αυτόν να είναι περισσότερα και από το έργο του; Για κάποιους μάλιστα ο όγκος της γραφής και πολλές φορές η μαχητικότητά της προ(σ)καλεί τον κάθε αναγνώστη να πάρει θέση σ’ ένα χαράκωμα, υπέρ ή κατά του κρινομένου.
     Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης οπωσδήποτε ανήκει στη δεύτερη κατηγορία: κριτικές, ερμηνείες, αναλύσεις, σχόλια, στοχασμοί, προσωπικές εκτιμήσεις και απόψεις παίρνουν και δίνουν για το έργο του, σε όλες τις εποχές μετά τον θάνατό του, ακόμη κι έναν αιώνα αργότερα. Παρότι ο αριθμός και ή έκταση των γραπτών κρίσεων δεν είναι αναγκαστικά και πάντα έγκυρος δείκτης της αξίας των κρινομένων και του έργου τους, ωστόσο για τον κυρ-Αλέξανδρο μπορούμε να συναγάγουμε μια γενικά θετική εντύπωση που μαρτυρείται από τους πολλούς και επώνυμους εγκωμιαστές του, χωρίς βέβαια να έχουν λείψει οι κατά καιρούς επικριτές ή και υβριστές του.
     Συχνά σε κείμενα για Παπαδιαμάντη συναντούμε τον προσδιορισμό της καταγωγής ‘ο Σκιαθίτης’ ως αυτονόητο συνώνυμό του, χωρίς άλλη πληροφορία. Δεν είμαι ιδιαίτερος γνώστης της λογοτεχνίας, αλλά αναρωτιέμαι γιατί δεν λέμε π.χ. ‘ο Μυτιληνιός’ για τον Στράτη Μυριβήλη ή τον Οδυσσέα Ελύτη ή ‘ο Θρακιώτης’ για τον Βιζυηνό ή ‘ο Ζακυνθινός’ για τον Σολωμό (για πολλούς άλλους δεν θυμόμαστε καν από πού κρατάει η σκούφια τους, ενώ η άλλη εξαίρεση είναι ‘ο Αλεξανδρινός’ Καβάφης). Γιατί άραγε αυτές οι επιλεκτικές διακρίσεις; Ειδικά για τον Παπαδιαμάντη, υποθέτω ότι όχι μόνο η καταγωγή αλλά και η θεματογραφία του και το σκηνικό μεγάλου μέρους του έργου του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην συχνή αυτή αναφορά.
     Κάνω τις σκόρπιες αυτές σκέψεις έχοντας μόλις τελειώσει την ανάγνωση του βιβλίου ‘Ο στεναγμός των πενήτων’ του Στ. Ζουμπουλάκη, μια συλλογή από κείμενα του συγγραφέα για τον Παπαδιαμάντη. Το έλαβα ως δώρο τα Χριστούγεννα, και το απήλαυσα μέσα στην μεθέορτη περίοδο, αφήνοντας στην άκρη άλλα αναγνώσματα και ευχαριστώντας τον δωρητή για την επιλογή του. Αν Χριστούγεννα δεν γίνονται χωρίς Παπαδιαμάντη, τότε έστω και η περί τον Παπαδιαμάντη ανάγνωση αποτελεί κάποιου είδους προσέγγιση.  
     Μερικοί ακόμη λογισμοί ενός μέσου, μη ειδικού, αναγνώστη, με αφορμή της ανάγνωση αυτή. Έχουμε σήμερα εξοικειωθεί με την ιδέα του κατ’ επάγγελμα συγγραφέα που παράγει προγραμματισμένα το ένα μπεστ σέλερ μετά το άλλο, βάσει συμβολαίου με τον εκδότη του. Ο Παπαδιαμάντης ανήκει σε μιαν άλλη εποχή και σχολή γραφής, με περισσότερη απλότητα στα θέματά του και αυθορμητισμό στην πραγμάτευσή τους. Αυτό δημιουργεί μια ποικιλία που είναι από μόνη της γοητευτική. Κάποια από τα θέματα πιθανώς δεν μας αγγίζουν, δεν δονούν κάτι μέσα μας, μια και η χρονική απόσταση και το ‘χάσμα πολιτισμών’ που μας χωρίζει από τον κόσμο του μας κάνει να νιώθουμε ότι βαδίζουμε σε ξένη χώρα. Ωστόσο, δεν είναι υποχρεωτικό να μας αρέσουν το ίδιο όλα τα έργα ενός συγγραφέα. Θα τολμούσα να πω ότι είναι υπερβολικό και άχαρο να απαιτούμε μια στάνταρ ποιότητα, που θα καταντούσε τυποποίηση. Ας είμαστε ανοιχτοί στην ποικιλία, ας δοκιμάσουμε πολλά κι ας κρατήσουμε όσα ταιριάζουν στα γευστικά μας αισθητήρια. 
     Και κάτι ακόμη. Ένα έργο τέχνης per se, χωρίς να γνωρίζουμε τα κίνητρα και την οδηγό δύναμη που το δημιούργησε (ιδεολογική, θρησκευτική, αλληγορική, ηθικοπλαστική κτλ.) μπορεί με πρώτη ματιά να μας φανεί από τριαντάφυλλο μέχρι τσουκνίδα. Η γνώση της ιστορίας και των συνθηκών της δημιουργίας του μας φέρνει πιο κοντά στο έργο και μας βοηθάει να το εκτιμήσουμε αλλιώς. Αυτή η ωρίμανση συντελείται με τον χρόνο, την επανάληψη και την εντρύφηση στο έργο. Συμβαίνει και με τα έργα της τέχνης, και ειδικά αυτής του γραπτού λόγου, κάτι που ξέρουμε από τη γαστρονομία. Υπάρχουν φαγητά και ποτά που, πέρα από την οπτική και οσφρητική τους πρώτη εντύπωση, δημιουργούν μια πιο όψιμη επίγευση διαρκείας. Έτσι ακριβώς υπάρχουν και έργα του λόγου, που αφήνουν μια βαθύτερη και διαρκέστερη αίσθηση ικανοποίησης και πληρότητας, πέρα από την καθαρά γλωσσική απόλαυση. Ίσως εκεί θα πρέπει να στρέφεται το ενδιαφέρον και να βασίζεται η κρίση μας, χωρίς βέβαια να υποτιμούμε και το περικάλυμμα του αναγκαίου εκφραστικού μέσου, της γλώσσας, «ἵνα ἡ [αναγνωστική] χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη».

1.    Karhausen LR. Mozart’s 140 causes of death and 27 mental disorders. BMJ 2010; 341: c6789

2 σχόλια:

  1. Και τώρα να έχουν οι ελληνόπαιδες ανάγκη μετάφρασης για να διαβάσουν Παπαδιαμάντη. Που ούτε "μεταφρασμένο" δεν τον ανοίγουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. εξαιρετικός σχολιασμός. Δεν έχω τίποτε άλλο να πω, εκτός από καλή χρονιά αγαπημένε μας γιατρέ. Να διαβάζουμε για την γνώση, το περιεχόμενο αλλά και την γλωσσική απόλαυση.Γι αυτό σε διαβάζουμε. Όσο για τον Σταύρο Ζουμπουλάκη, τον ανακάλυψα κι εγώ πολύ πρόσφατα και τον βρίσκω υπέροχο.
    Φ.Σ.Λ

    ΑπάντησηΔιαγραφή