Μου τηλεφώνησε κάπου στις αρχές Φεβρουαρίου. Γνώριμη η φωνή του, με χαρακτηριστική θεσσαλιώτικη προφορά. «Γιατρέ, θέλω να ’ρθω να σε δω, αλλά είναι κλειστοί οι δρόμοι». Δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, όπως φάνηκε από τη συζήτηση. Μόνο να με δει ήθελε, μετά από δυο χρόνια. Συμβαίνει κι αυτό, με αρρώστους που έχουμε χτίσει μια κάποια σχέση. Με τον συγκεκριμένο είχαμε ‘δεθεί’ με αφορμή τα αναπνευστικά προβλήματα που είχε πριν και μετά από ένα επιτυχημένο χειρουργείο καρδιάς, και περιστασιακά ερχόταν για έναν έλεγχο. Απλός άνθρωπος, απλούστατος, δεχόταν ό,τι του έλεγες με την αφέλεια μικρού παιδιού. «Δεν πειράζει, μην ταλαιπωρηθείς τώρα, έλα μόλις βρεις ευκαιρία», τον καθησύχασα.
Δεν τα ξαναείπαμε. Όταν πολύ αργότερα δέχθηκα μια κλήση στο κινητό από Θεσσαλία, το μυαλό μου πήγε σ’ εκείνον. Ήταν η γυναίκα του. «Πώς πάμε;» τη ρώτησα. «Πώς να πάμε, γιατρέ; Τον χάσαμε τον Κώστα. Ξέρεις πώς σ’ αγαπούσε, και είπα να σου το πω». Μερικούς μήνες νωρίτερα, λίγο μετά την κουβέντα μας στο τηλέφωνο. Γερός ήταν, πήγε στην εκκλησία Κυριακή πρωί, γύρισε στο σπίτι, κάποια στιγμή έκανε ένα «Ωχ!», κι αυτό ήταν. Η αναχώρηση είχε σημάνει.
Την ευχαρίστησα κι έκλεισα το τηλέφωνο με δάκρυα στα μάτια. Μια απλή ψυχή που έλαβε μια τέτοια ευλογία. Ο αρχαίος Σόλων, που δεν έσπευδε να μακαρίσει κανέναν προ του τέλους, σίγουρα θα κατέγραφε τον κυρ-Κώστα σ’ εκείνους τους ευτυχισμένους που απαρίθμησε στον Κροίσο. Τι ωραία αυτή η λαϊκή, τόσο πλούσια ευχή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου