Θα μπορούσαμε να βαφτίσουμε το σχόλιο αυτό ‘Βιοχημεία του δέους’ ή αλλιώς ‘Αναλύοντας τα συναισθήματά σας’. Αφορμή είναι μια έρευνα στο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας πάνω στα συναισθήματα των πρωτοετών φοιτητών, με προσπάθεια συσχέτισης διαφόρων ψυχικών καταστάσεων με τα επίπεδα ιντερλευκίνης-6 στο σάλιο (πρόκειται για ουσία που βρίσκεται αυξημένη σε καταστάσεις φλεγμονής. Βρήκαν λοιπόν ότι τα χαρούμενα συναισθήματα συνδέονταν με κατώτερες τιμές ιντερλευκίνης-6, ενώ τα χαμηλότερα επίπεδα τα προκαλούσε το συναίσθημα του δέους. Δεν μπόρεσαν να δώσουν σαφή ορισμό για το τι ακριβώς είναι δέος, αλλά γενικά συμφώνησαν ότι είναι κάτι που προκαλεί ανατριχίλα ή ρίγος συγκίνησης, όπως το άκουσμα συγκεκριμένης μουσικής ή η θέα ενός ηλιοβασιλέματος. Μάλιστα.
Βέβαια η επιστήμη χώνει την ερευνητική της μύτη παντού και βγάζει εντυπωσιακά συμπεράσματα, που ισχύουν μέχρι να ανατραπούν από μια επόμενη ανακάλυψη. Ωστόσο, θα πρέπει να υπάρχει και στοιχειώδης επίγνωση των ορίων της έρευνας (όχι αν επιτρέπεται, αλλά αν μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από αυτά και αν θα καταλήξουμε κάπου). Προ ετών π.χ. είχα διαβάσει στο Newsweek για έρευνες πάνω στη λεγόμενη ‘νευροθεολογία’, δηλ. την ανάλυση θρησκευτικών ή μεταφυσικών εμπειριών με τομογραφίες ποζιτρονίων και άλλα συναφή υπερεργαλεία, σε μια προσπάθεια ανεύρεσης των βιολογικών μηχανισμών που τις προκαλούν. Εξάλλου από τον 19ο αιώνα ακόμη, αλλά και πιο πρόσφατα, έχουν δει το φως ποικίλες μελέτες για τη σχέση της πίστης με την υγεία, με εντελώς αντιφατικά αποτελέσματα του τύπου: περισσότερη προσευχή ίσον καλύτερη (ή χειρότερη) υγεία (χωρίς όμως να κάνουν τις απαραίτητες υποαναλύσεις: προσευχή με κλειστά ή ανοιχτά μάτια; στο σπίτι ή σε ναό; όρθιοι ή γονατιστοί; με κομποσχοίνι ή με βιβλιαράκι;).
Που σημαίνει ότι το να επιχειρείς να μελετήσεις ψυχικά φαινόμενα με μεθόδους της φυσικοχημείας είναι σαν να προσπαθείς να κόψεις το φως με αλυσοπρίονο. Ας αρκεσθούμε στο να απολαμβάνουμε το δέος που μας προκαλεί το κάλλος, χωρίς να σκοτιζόμαστε για την ‘ερμηνεία’ του: η εμπειρία είναι απόλυτα προσωπική, και δεν θα αλλοιωθεί με τη γνώση της βιοχημείας της.
Βέβαια η επιστήμη χώνει την ερευνητική της μύτη παντού και βγάζει εντυπωσιακά συμπεράσματα, που ισχύουν μέχρι να ανατραπούν από μια επόμενη ανακάλυψη. Ωστόσο, θα πρέπει να υπάρχει και στοιχειώδης επίγνωση των ορίων της έρευνας (όχι αν επιτρέπεται, αλλά αν μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από αυτά και αν θα καταλήξουμε κάπου). Προ ετών π.χ. είχα διαβάσει στο Newsweek για έρευνες πάνω στη λεγόμενη ‘νευροθεολογία’, δηλ. την ανάλυση θρησκευτικών ή μεταφυσικών εμπειριών με τομογραφίες ποζιτρονίων και άλλα συναφή υπερεργαλεία, σε μια προσπάθεια ανεύρεσης των βιολογικών μηχανισμών που τις προκαλούν. Εξάλλου από τον 19ο αιώνα ακόμη, αλλά και πιο πρόσφατα, έχουν δει το φως ποικίλες μελέτες για τη σχέση της πίστης με την υγεία, με εντελώς αντιφατικά αποτελέσματα του τύπου: περισσότερη προσευχή ίσον καλύτερη (ή χειρότερη) υγεία (χωρίς όμως να κάνουν τις απαραίτητες υποαναλύσεις: προσευχή με κλειστά ή ανοιχτά μάτια; στο σπίτι ή σε ναό; όρθιοι ή γονατιστοί; με κομποσχοίνι ή με βιβλιαράκι;).
Που σημαίνει ότι το να επιχειρείς να μελετήσεις ψυχικά φαινόμενα με μεθόδους της φυσικοχημείας είναι σαν να προσπαθείς να κόψεις το φως με αλυσοπρίονο. Ας αρκεσθούμε στο να απολαμβάνουμε το δέος που μας προκαλεί το κάλλος, χωρίς να σκοτιζόμαστε για την ‘ερμηνεία’ του: η εμπειρία είναι απόλυτα προσωπική, και δεν θα αλλοιωθεί με τη γνώση της βιοχημείας της.
Συμφωνώ!
ΑπάντησηΔιαγραφή