Η λύση της τραγωδίας των Γαλλικών Άλπεων μόνο κάθαρση δεν αποδεικνύεται. Διότι ναι μεν μάθαμε πώς, σύμφωνα με τα δεδομένα, κατέληξε να πέσει το αεροπλάνο, αλλά ανοίξαμε το άλλο μεγάλο μυστήριο: τι ήταν αυτό που οδήγησε τον νεαρό πιλότο στο να παρασύρει στον θάνατο τόσες ψυχές. Υποθέσεις και ψυχιατρικές (ή ‘ψυχιατρικές’) αναλύσεις ακούσαμε πολλές και θα ακούσουμε ακόμη περισσότερες: εκ των υστέρων όλοι σοφοί και ερμηνευτές είναι. Προσωπικά κάνω δυο σκέψεις. Πρώτον, ως μη ειδικός νομίζω ότι αρκεί και μια μόνο στιγμή για να κάνει ένα λάθος ‘κλικ’ αυτό που ονομάζουμε ‘εγκέφαλο’, ‘ψυχισμό’ ή όπως αλλιώς και να κλειδώσει απέξω τη λογική σκέψη, οδηγώντας τον μέχρι τότε υγιή άνθρωπο σε απονενοημένα διαβήματα. Πόσο λίγα ξέρουμε, και πόσο πολλά ισχυριζόμαστε ότι ξέρουμε... Μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε τις ‘γνώσεις’ μας;
Η δεύτερη, πιο πεζή σκέψη άπτεται της δεοντολογίας, κι εδώ θα ισχυρισθώ ότι ξέρω κάτι περισσότερο, μια και συμμετείχα στην επιτροπή του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης που συνέταξε το προσχέδιο του κώδικα δεοντολογίας, πάνω στο οποίο βασίσθηκε ο ισχύων από το 2005 Κώδικας (Ν. 3418/2005). Λοιπόν, κάποια πράγματα έχουμε συνηθίσει να τα θεωρούμε απαραβίαστα, και ορθώς πράττουμε, μέχρι ένα σημείο. Ένα από αυτά είναι το ιατρικό απόρρητο. Όταν ένας άνθρωπος πηγαίνει στο γιατρό κι εκείνος βρίσκει ότι πάσχει από ένα Χ νόσημα, ο γιατρός οφείλει να τηρήσει το απόρρητο της διάγνωσης που δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο, τελεία. Όταν ο άρρωστος ασκεί επάγγελμα που έχει απαιτήσεις υγείας και αρτιμέλειας διότι τίθενται σε κίνδυνο άλλες ζωές, τότε ο γιατρός οφείλει να υποδείξει στον ασθενή την υποχρέωσή του να ενημερώσει τις υπεύθυνες αρχές για το πρόβλημά του. Μπορεί να είναι οδηγός λεωφορείου ή πιλότος (όπως εν προκειμένω) ή χειριστής ενός επικινδύνου μηχανήματος. Θα τον αφήσουμε να συνεχίσει ανενόχλητος τη δουλειά του ξέροντας ότι πάσχει π.χ. από επιληψία ή από σχιζοφρένεια ή ότι παίρνει φάρμακα που μπορεί να επηρεάζουν την εγρήγορση και την αντιληπτική του ικανότητα;
Υπό αυστηρή έννοια, το απόρρητο θέλει να περιορισθούμε στην υπόδειξη. Ωστόσο η δεοντολογία δεν νοείται μόνο απέναντι στον μεμονωμένο ασθενή, αλλά και απέναντι στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, στο άρθρο 13.3 του Κώδικα διαβάζουμε ότι επιτρέπεται άρση του απορρήτου ‘όταν ο ιατρός μαθαίνει ότι μελετάται κακούργημα’ ή αν ‘ο ιατρός αποβλέπει στη διαφύλαξη δικαιολογημένου ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος’. Βέβαια η δημοσιοποίηση μιας προβληματικής διάγνωσης μπορεί να στοιχίσει στον εργαζόμενο τη δουλειά του. Εδώ η ευθύνη είναι και της οργανωμένης πολιτείας που θα πρέπει να έχει την ευελιξία να μετακινήσει τον ασθενή σε άλλη εργασία, όπου δεν θα διατρέχει κίνδυνο ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος, ή να του εξασφαλίσει επαρκή θεραπεία πριν του επιτρέψει να επανέλθει στην αρχική θέση του. Δύσκολο ακούγεται, και το ηθικό δίλημμα δεν θα πάψει να υπάρχει. Υπό τις τρέχουσες νομικές και οικονομικές συνθήκες πολύ δύσκολα θα διακινδύνευε ένας γιατρός να βρεθεί υπόδικος σε μια πιθανή αγωγή με αβέβαια έκβαση για τον ίδιο.
Εκεί που δεν είναι καθόλου αβέβαια τα πράγματα είναι όταν εντολέας της ιατρικής εξέτασης είναι ο εργοδότης, που πρέπει να ενημερώνεται για τα ευρήματά της. Έτσι π.χ. ένας ιπτάμενος της πολεμικής αεροπορίας περνάει από εξετάσεις πτητικής ικανότητος σε τακτά χρονικά διαστήματα, και τα αποτελέσματα πηγαίνουν στον ιατρικό του φάκελο που βρίσκεται στα χέρια της διοίκησης. Εφόσον κριθεί ακατάλληλος, δεν υπάρχει περίπτωση να αποσιωπηθεί το γεγονός: «Λυπούμαστε, αλλά από εδώ και μπρος τίθεσθε εκτός πιλοτηρίου. Το ότι αυτό ήταν το όνειρο της ζωής σας δεν γίνεται δεκτό ως επιχείρημα». Η ίδια λογική θα πρέπει να διέπει και τον έλεγχο όλων των επαγγελματιών που είναι υπεύθυνοι για τις ζωές άλλων. Η τακτική αυτή δεν αποτελεί φυσικά απόλυτη εγγύηση εναντίον κάθε ενδεχομένου, αλλά τουλάχιστον είναι αυτό που μπορούμε ως άνθρωποι να πράξουμε. Και ο Θεός βοηθός.
Υπό αυστηρή έννοια, το απόρρητο θέλει να περιορισθούμε στην υπόδειξη. Ωστόσο η δεοντολογία δεν νοείται μόνο απέναντι στον μεμονωμένο ασθενή, αλλά και απέναντι στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, στο άρθρο 13.3 του Κώδικα διαβάζουμε ότι επιτρέπεται άρση του απορρήτου ‘όταν ο ιατρός μαθαίνει ότι μελετάται κακούργημα’ ή αν ‘ο ιατρός αποβλέπει στη διαφύλαξη δικαιολογημένου ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος’. Βέβαια η δημοσιοποίηση μιας προβληματικής διάγνωσης μπορεί να στοιχίσει στον εργαζόμενο τη δουλειά του. Εδώ η ευθύνη είναι και της οργανωμένης πολιτείας που θα πρέπει να έχει την ευελιξία να μετακινήσει τον ασθενή σε άλλη εργασία, όπου δεν θα διατρέχει κίνδυνο ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος, ή να του εξασφαλίσει επαρκή θεραπεία πριν του επιτρέψει να επανέλθει στην αρχική θέση του. Δύσκολο ακούγεται, και το ηθικό δίλημμα δεν θα πάψει να υπάρχει. Υπό τις τρέχουσες νομικές και οικονομικές συνθήκες πολύ δύσκολα θα διακινδύνευε ένας γιατρός να βρεθεί υπόδικος σε μια πιθανή αγωγή με αβέβαια έκβαση για τον ίδιο.
Εκεί που δεν είναι καθόλου αβέβαια τα πράγματα είναι όταν εντολέας της ιατρικής εξέτασης είναι ο εργοδότης, που πρέπει να ενημερώνεται για τα ευρήματά της. Έτσι π.χ. ένας ιπτάμενος της πολεμικής αεροπορίας περνάει από εξετάσεις πτητικής ικανότητος σε τακτά χρονικά διαστήματα, και τα αποτελέσματα πηγαίνουν στον ιατρικό του φάκελο που βρίσκεται στα χέρια της διοίκησης. Εφόσον κριθεί ακατάλληλος, δεν υπάρχει περίπτωση να αποσιωπηθεί το γεγονός: «Λυπούμαστε, αλλά από εδώ και μπρος τίθεσθε εκτός πιλοτηρίου. Το ότι αυτό ήταν το όνειρο της ζωής σας δεν γίνεται δεκτό ως επιχείρημα». Η ίδια λογική θα πρέπει να διέπει και τον έλεγχο όλων των επαγγελματιών που είναι υπεύθυνοι για τις ζωές άλλων. Η τακτική αυτή δεν αποτελεί φυσικά απόλυτη εγγύηση εναντίον κάθε ενδεχομένου, αλλά τουλάχιστον είναι αυτό που μπορούμε ως άνθρωποι να πράξουμε. Και ο Θεός βοηθός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου