Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Κατά δυσθανασίας

H Λύντα Μπέλινχαμ ήταν αγγλίδα ηθοποιός και τηλεπαρουσιάστρια. Το καλοκαίρι του 2013, σε ηλικία 65 ετών, βρέθηκε να πάσχει από καρκίνο. Υποβλήθηκε αρχικά σε θεραπεία, αλλά τον περασμένο μήνα διαπίστωσε ότι είχε μεταστάσεις στους πνεύμονες και το ήπαρ, με προσδόκιμο επιβίωσης μερικές εβδομάδες. Αποφάσισε και διέκοψε τη χημειοθεραπεία, που προφανώς δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, ένα γεγονός που έλαβε δημοσιότητα στη Βρετανία μια και η ίδια ήταν γνωστή από την παρουσία της στα Μέσα. Χθες απεβίωσε στα χέρια του συζύγου της, όπως μαθαίνουμε και πάλι από τον αγγλικό τύπο.
     Με αφορμή την είδηση αυτή, και επειδή ζούμε καθημερινά τα προσωπικά δράματα ανθρώπων που ζουν με τον καρκίνο σε διάφορες μορφές και στάδια, νομίζω ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τη στάση μας απέναντι στα ανίατα νοσήματα τελικού σταδίου. Η φιλοσοφία που λέει «Κάντε τα πάντα, μέχρι το τέλος», έστω και εις βάρος της ποιότητας ζωής, με αμφίβολα και συχνά αρνητικά αποτελέσματα (και με ένα κόστος δυσθεώρητο, αλλά ας το αφήσουμε αυτό στην άκρη), δεν αποτελεί καλή ιατρική. Όσο δεοντολογικά απαράδεκτη είναι η ευθανασία, άλλο τόσο απορριπτέα είναι και η δυσθανασία, το να παρατείνουμε ουσιαστικά τη διαδικασία του θνήσκειν με νύχια και με δόντια. Αντί να αποδεχθούμε την πραγματικότητα, όταν αυτή μας δείχνει ξεκάθαρα ότι τα πράγματα οδεύουν προς το τέλος, και να προετοιμασθούμε γι’ αυτό με τρόπο Χριστιανικό αλλά και πρακτικά ανθρώπινο, καταφεύγουμε σε πειραματικές χημειοθεραπείες τρίτης και τέταρτης γραμμής, με την τελευταία δόση να δίνεται ‘πάνω από τον τάφο’, όπως έλεγε ένας ογκολόγος της αμερικανικής σχολής. Και με την ψευδαίσθηση ότι «κάναμε τα πάντα». Ερήμην και εις βάρος του αρρώστου.
     Η άρνηση μιας μάταιας θεραπείας δεν είναι ούτε αμαρτία ούτε ποινικό αδίκημα. Πρέπει επιτέλους να συμφιλιωθούμε με την ιδέα της παροχής καλής ανακουφιστικής φροντίδας, αποφεύγοντας τις άσκοπες ‘επιθέσεις’ που εξυπηρετούν οτιδήποτε άλλο εκτός από τον ασθενή. Τουλάχιστον ας μάθουμε να τον ρωτούμε τι θέλει, και να σεβόμαστε την επιθυμία του. 

4 σχόλια:

  1. Πως μπορεί να διαφωνήσει κάποιος; Η δουλειά του γιατρού είναι να προσφέρει βοήθεια, όχι να διακόπτει τη ζωή, αλλά όχι και να ταλαιπωρεί αυτόν που είναι αδύνατο να θεραπευτεί με ανθρώπινα μέσα. Άλλωστε, τα λάθη ανθρώπινα, αλλά η εμμονή στο λάθος (εδώ η εμμονή στην κακώς εννοούμενη θεραπεία) είναι του ... διαβόλου! ("Errare umanum est, perseverare diabolicum").

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύτιμε φίλε μου Αντώνη,
    πόσο με ανάπαυσε η σημερινή σου ανάρτηση!
    Επίτρεψέ μου, να χαρακτηρίσω τις θέσεις σου, ως κορυφαίο μάθημα ιατρικής δεοντολογίας, μέσα σε δέκα γραμμές!
    Μάθημα, που κανένας σχεδόν από τους ''δασκάλους'' της ιατρικής τέχνης δεν τολμάει να θίξει...
    Εύγε!

    Φώτης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Να εκφράσω και μια λίγο διαφορετική άποψη. Ο άνθρωπος είναι ον αυτόβουλο και κανένας δεν μπορεί να του απαγορέψει να προσπαθεί και να ελπίζει για τη ζωή του ως το τέλος. Σημαντικό είναι να εξηγείται στον ασθενή η πιθανότητα και οι επιπτώσεις μιας πειραματική θεραπείας και ηθικό είναι να μην γίνονται θεραπείες απλά και μόνον για το κέρδος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ίων, σαφώς και δικαιούται να ελπίζει ο άρρωστος. Ωστόσο είναι ανήθικο να του "πουλάμε ελπίδα" δημιουργώντας περισσότερα προβλήματα, ξέροντας ότι αυτό που κάνουμε δεν έχει αποτέλεσμα. Οι πειραματικές θεραπείες δίνονται μόνο στα πλαίσια ελεγχόμενων μελετών, με συγκατάθεση του αρρώστου, και με συγκεκριμένα κριτήρια ένταξης. Όλα αυτά δεν τηρούνται στην καθημερινή πράξη. Επιπλέον, κανένας γιατρός δεν δεσμεύεται από τον κώδικα δεοντολογίας να δώσει μια θεραπεία που θεωρεί μάταια (αν θέλει ο άρρωστος, μπορεί να στραφεί αλλού). Απλώς, η παιδεία τόσο των γιατρών όσο και του κοινού δεν περιλαμβάνει την ορθή διαχείριση και αντιμετώπιση του διαφαινομένου θανάτου.
    Απέφυγα τον παράγοντα "κόστος" στη δύσκολη εξίσωση, αλλά οι πειραματικές θεραπείες είναι μερικά χιλιάρικα η δόση. Σε ποιούς και πόσους μπορεί να δίνει το πενιχρό μας σύστημα τέτοια "δωράκια", χωρίς πρακτικό όφελος;

    ΑπάντησηΔιαγραφή