«Ο κ. Κ. βρίσκεται στην αίθουσα αναμονής», με ενημερώνει η ρεσεψιόν της κλινικής. Το όνομα δεν μου λέει τίποτε. Η κλήση, στα μισά μιας παρακέντησης, δεν είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη: ακόμη μια εκκρεμότητα, τελευταία μέρα πριν από τις διακοπές. Καινούργιος ασθενής, θα χρειασθεί αρκετό χρόνο για να τον βάλω σε σειρά. Ελπίζω το πρόβλημά του να μην είναι ιδιαίτερα σύνθετο.
Τελειώνω τις άλλες μου εργασίες, βγαίνω στο σαλόνι και φωνάζω το όνομά του. Σηκώνεται και με χαιρετάει ένας πρόωρα γηρασμένος, ασπρομάλλης, κάτισχνος άνδρας, που συνοδεύεται από τη γυναίκα και το γιο του. «Γιατρέ, τον έχετε ξαναδεί πριν από χρόνια», μου λέει η γυναίκα που θυμάται όλες τις λεπτομέρειες, ενώ εγώ έχω ξεχάσει τα πάντα. «Για να δείτε...». Βγάζει από το πορτοφόλι της μια διπλωμένη απόδειξη και μου τη δίνει. Από μακριά αναγνωρίζω τη σφραγίδα και τον γραφικό χαρακτήρα μου. Χρονολογία: 1999. Το ποσό είναι σε δραχμές, η διεύθυνση εκείνη του παλιού μου ιατρείου, το τηλέφωνο γραμμένο με το παλιό σύστημα, με 0 αντί για 2 μπροστά. «Από αυτή σας ξαναβρήκαμε», προσθέτει. Της την επιστρέφω κουνώντας το κεφάλι, αναλογιζόμενος ότι τίποτε δεν πάει χαμένο στον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου