Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Δίκαιον όφλημα

Ευχαριστήριος αναφορά στον π. Κωνσταντίνο Παπαγιάννη


Την ημέρα της Πεντηκοστής, στην δεύτερη ευχή της τρίτης γονυκλισίας, διαβάζουμε: «Ουκ έστι, Κύριε, τοις δούλοις σου θάνατος, εκδημούντων ημών από του σώματος και προς σε τον Θεόν ενδημούντων, αλλά μετάστασις από των λυπηροτέρων επί τα χρηστότερα και θυμηδέστερα, και ανάπαυσις και χαρά».
     Με ανάλογες σκέψεις αποχαιρετίσαμε προ σχεδόν 40 ημερών τον φυσικό και πνευματικό μας πατέρα στον ιστορικό αυτό ναό, στον οποίο ο ίδιος ανατράφηκε, έζησε και υπηρέτησε ολόκληρη τη ζωή του (ως ιερεύς από το 1959), με βραχυχρόνια μόνο απουσία. Ο ναός μάς τον θυμίζει από κάθε γωνιά του. Τα περισσότερα λειτουργικά βιβλία φέρουν τις διορθωτικές παρεμβάσεις του, σε φθαρμένες σελίδες ή κατεστραμμένα εξώφυλλα, σε τυπογραφικά ή γλωσσικά λάθη. Το Ψαλτήρι έχει σημειώσεις για τη στιχολόγησή του. Η τάξη των ακολουθιών παραμένει όπως την καθιέρωσε επί 50 και πλέον έτη, σε σημείο που ένας μακαρίτης νεωκόρος να λέει ότι «στους 12 Αποστόλους διαβάζουν και τα κόκκινα γράμματα». Το ‘Ιερατικό’ πάνω στην Αγ. Τράπεζα και το ‘Εγκόλπιο Αναγνώστου και Ψάλτου’ στα αναλόγια συντάχθηκαν με τη δική του επιμέλεια. Και τα μουσικά του κείμενα χρησιμοποιούνται σε κάθε ακολουθία από όσους έμαθαν και αγάπησαν τη βυζαντινή μουσική με τη δική του διδασκαλία και το έμπρακτο παράδειγμα.
     Σε αυτοβιογραφικές σημειώσεις του, πριν μερικά χρόνια, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ως εφημέριος έδωσα προσοχή στην τακτική και εύρυθμη τέλεση των ιερών ακολουθιών μέσα στα ορισμένα χρονικά πλαίσια, στην επιβολή της τάξεως κατά τη διάρκειά τους και μάλιστα κατά την ώρα της προσελεύσεως στη θεία κοινωνία, στην καλλιέργεια του θείου κηρύγματος με ομιλίες στη Θ. Λειτουργία των Κυριακών, στους Χαιρετισμούς και σε άλλες ακολουθίες, αλλά και με εβδομαδιαίες απογευματινές ομιλίες. Κατέβαλα επίσης κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διοργάνωση και την καλή λειτουργία των κατηχητικών σχολείων της ενορίας, και αφιέρωσα τακτικά χρόνο εις το έργο της ιεράς εξομολογήσεως. Ως πρόεδρος του εκκλησιαστικού συμβουλίου προσπάθησα να τακτοποιήσω τα οικονομικά του ναού, και με τη βοήθεια των εκάστοτε επιτρόπων το επέτυχα. Φροντίδα μου ήταν επίσης η απόκτηση ενοριακού κέντρου, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1978. Ως συνταξιούχος εξακολουθώ, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, να διακονώ στη θεία λατρεία, το κήρυγμα και την εξομολόγηση».
     Έζησε μέσα στα όρια της ενορίας αυτής όλη του τη ζωή, χωρίς να επιδιώξει ή να αποδεχθεί ποτέ άλλες θέσεις. Λόγω της στενής αυτής σχέσης, γνώριζε καλά τους ανθρώπους, τους δρόμους και τα σπίτια της, ποιές οικοδομές είχαν ή όχι ασανσέρ, ακόμη και για ποιά από αυτά χρειαζόταν κλειδί. Ήταν πάντα στη διάθεση των ενοριτών για έκτακτες ανάγκες, όπως την τέλεση του Ευχελαίου, την Εξομολόγηση και τη μετάδοση των Αχράντων Μυστηρίων σε ασθενείς και ετοιμοθανάτους.
     Το κήρυγμά του ήταν πάντοτε απλό, κατανοητό, μεθοδικό, γλαφυρά δοσμένο, σε γλώσσα προσιτή στο λαϊκό ακροατήριό του. Επί δεκαετίες κάλυψε με σειρές ερμηνευτικών ομιλιών πολλά βιβλία της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκη: κάποιες έχουν ήδη εκδοθεί, πολλές άλλες περιμένουν τη σειρά τους. Η πρώτη σειρά ομιλιών που άκουσα, ως μαθητής του Δημοτικού, ήταν η ερμηνεία στις Πράξεις των Αποστόλων, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση: κάθε Κυριακή περίμενα με ανυπομονησία τη συνέχεια. Εύκολα μπορώ να φαντασθώ ότι ανάλογη απήχηση θα είχε ο λόγος του και σε πολλούς άλλους. Ας σημειώσω εδώ την αγάπη του για την ορθή χρήση της γλώσσας, την καλλιέπεια, τη σωστή εκκλησιαστική ανάγνωση, την προσοχή στην απόδοση του νοήματος τόσο στον λόγο όσο και στην ψαλμωδία, την καθαρότητα στη σκέψη και στη γραφή, στοιχεία απαραίτητα για την καρποφορία του κηρύγματος.
     Η τέλεση των ιερών ακολουθιών δεν περιορίσθηκε στο τακτικό πρόγραμμα, αλλά γρήγορα περιέλαβε και έκτακτες λατρευτικές συνάξεις και αγρυπνίες, στις οποίες ζήσαμε όλες τις υπάρχουσες άγνωστές μας μέχρι τότε Λειτουργίες. Εδώ μάθαμε, με δάσκαλο και ιερουργό τον ίδιο, τη Λειτουργία του Αγ. Ιακώβου, του Αγ. Μάρκου, των Αποστολικών Διαταγών, του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου… Πάντα μας προετοίμαζε γι’ αυτές με τις αντίστοιχες λειτουργικές φυλλάδες, πλουτισμένες με ψαλμικά αντίφωνα, βιβλικά αναγνώσματα κατά περίπτωση, και μουσικά συμπληρώματα.
     Είχε μακροχρόνια αγαθή και δημιουργική συνεργασία με τον αείμνηστο καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη και ενετρύφησε ιδιαίτερα σε θέματα Λειτουργικής. Συχνά δεχόταν ερωτήματα από άλλους κληρικούς και λαϊκούς για λειτουργικά και τυπικολογικά ζητήματα, για τα οποία θεωρούνταν σημείο αναφοράς, χωρίς να προβάλλει ποτέ τον εαυτό του ως αυθεντία. «Τι γνώμη έχει ο π. Κωνσταντίνος;» με ρωτούσαν φίλοι ιερείς, κι εγώ του μετέφερα το ερώτημα και επέστρεφα την απάντησή του, συνήθως τεκμηριωμένη από πηγές της παραδόσεως. Καρπός του ενδιαφέροντος αυτού ήταν το λεπτομερές ‘Σύστημα Τυπικού’, που μετά από δεκαετή εργασία εκδόθηκε προ ετών από την Αποστολική Διακονία σε τόμο 750 σελίδων και αποτελεί έργο ζωής. Αγαπούσε την γνήσια παράδοση χωρίς νεωτεριστικές υπερβολές, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όσο πιο πίσω πηγαίνουμε στην ιστορία της λατρείας, τόσο βλέπουμε ότι πολλά σημερινά στοιχεία είναι πρόσθετα και δεν ήταν ‘απ’ αρχής ούτω’».
     Για πολλά χρόνια μάζευε κατ’ έτος, τέτοια εποχή, τους επιζώντες συμμαθητές του από το Γυμνάσιο. Τελούσε τη Θ. Λειτουργία στους Αγ. Αποστόλους, στη συνέχεια έκανε τρισάγιο για τους αποθανόντες συμμαθητές και καθηγητές τους, κι έπειτα γευμάτιζαν όλοι μαζί. Η ατμόσφαιρα στις εκδηλώσεις αυτές ήταν ιδιαίτερα συγκινητική, και βαθιά ανθρώπινη. Είχε πάντα μαζί του ένα πυκνογραμμένο δίπτυχο με πολυάριθμα ονόματα, τα οποία μνημόνευε σε κάθε Λειτουργία, είτε ως ιερουργός είτε απλώς ως παριστάμενος και προσευχόμενος.
     Η πυκνή ενασχόλησή του με τα εκκλησιαστικά και ιερατικά καθήκοντα δεν τον εμπόδιζε να είναι πάντα δίπλα μας στο σπίτι. Είχαμε την μεγάλη ευλογία της συνεχούς παιδαγωγίας του, με τρόπο σταθερό αλλά και συνετό, διακριτικό και πράο, και με συνεχές παράδειγμα συμπεριφοράς. Ήταν ακούραστος στη βοήθειά του στα σχολικά μας μαθήματα, κυρίως όσα άγγιζαν τα δικά του θεολογικά και φιλολογικά ενδιαφέροντα, αλλά και πολλά άλλα. Δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται για τις σπουδές μας εντός και εκτός Ελλάδος, και δεν έβαλε ποτέ προσκόμματα στις επιλογές μας. Την ίδια συμπαράσταση και παιδαγωγία γνώρισαν και τα εγγόνια του, όσο οι δυνάμεις του και οι αποστάσεις το επέτρεπαν. Αν ο Μέγας Αλέξανδρος απέδιδε στον πατέρα του μόνο το ζην, νομίζω ότι όλοι εμείς οφείλουμε στον π. Κωνσταντίνο τόσο το ζην όσο και το ‘ευ ζην’, και τον ευγνωμονούμε γι’ αυτό.
    Υμνογραφία και βυζαντινή μουσική ήταν οι ιδιαίτερες αδυναμίες του. Τα βιβλία τα ήξερε απ’ έξω. Τύχαινε πάνω σε μια συζήτηση να λέει «Στον τριαδικό κανόνα του Μεσονυκτικού του τάδε ήχου λέει…» και να αναφέρει την αντίστοιχη έκφραση. Η γνώση αυτή, σε συνδυασμό με το πάντα ευκίνητο και κριτικό πνεύμα του, τον οδήγησε στο να ασχοληθεί με την αναλυτική διόρθωση του ‘Τριωδίου’, ίσως του πιο αγαπημένου του λειτουργικού βιβλίου. Η πολυετής αυτή εργασία ολοκληρώθηκε αισίως πέρυσι, και ήδη το ριζικά αναθεωρημένο ‘Τριώδιο’ ετοιμάζεται από την Αποστολική Διακονία για χρήση τόσο στους ναούς όσο και στην ατομική προσευχή των ορθοδόξων χριστιανών.
     Όσα έκανε και συνέχισε να κάνει ως το τέλος, από τη χειρογράφηση των μουσικών του κειμένων—κυριολεκτικά χιλιάδες σελίδες—μέχρι την ιδιόχειρη βιβλιοδεσία των χειρογράφων του και αργότερα την μετεγγραφή τους στον υπολογιστή, τα έκανε ως γνήσιος Ερασιτέχνης, χωρίς άλλη επιδίωξη. Μεράκι είναι κάτι που το κάνεις πρωτίστως (ίσως και μόνο) επειδή το αγαπάς, χωρίς να περιμένεις από αυτό αναγνώριση, κέρδος, προαγωγή, ή οτιδήποτε άλλο (αν κάτι τέτοιο συμβεί, θα είναι ‘παράπλευρο όφελος’ και όχι σκοπιμότητα). Συχνά σε παλιές εκκλησίες και μοναστήρια βλέπουμε αγιογραφημένες κάποιες γωνιές τόσο κρυφές και απόμερες που κανείς δεν θα τις δει αν δεν ψάξει επί τούτου. Ο αγιογράφος όμως επέμεινε να δώσει κι εκεί ακόμη τον καλύτερο εαυτό του. Έτσι και ο μουσουργός που συνθέτει μέλη που δεν έχουν χρηστικό χαρακτήρα, που μπορεί να μη ψαλούν ποτέ σε ακολουθία. Δεν τον πειράζει, αρκεί που τα έγραψε: αυτή ήταν η χαρά του. Ποιος ψάλλει σήμερα αργό ειρμολογικό μέλος; Πόσα από τα μαθήματα αυτά θα ακουστούν ποτέ ‘επίσημα’; Δεν έχει σημασία: από αγάπη για τη μουσική τα συνέθεσε και τα καλλιγράφησε, χάριν πληρότητος. Και παραμένουν ως τεκμήρια και μαρτυρίες του ‘ύφους’ (‘Θησαυρός αργού ειρμολογικού μέλους’,  5 τόμοι).
     Φυλλομετρώ τα ανέκδοτα ‘Μελωδήματα’ του π. Κωνσταντίνου. Μεθοδικός σε όλα, εκ νεότητός του. Κάθε ‘μάθημα’ συνοδεύεται από τον τόπο και την ημερομηνία πρώτης σύνθεσης και τελικής αναθεώρησης. Κάποιες αναφορές είναι ενδεικτικές. Αργό κεκραγάριο σε πλάγιο δ΄ ήχο, γραμμένο 19/11/1945. Δυο μήνες νωρίτερα είχε κλείσει τα δεκαέξι. Παρακάτω, αργό ‘Φως ιλαρόν’ σε ήχο βαρύ διατονικό, με ημερομηνία 6/8/1947, εορτή της Μεταμόρφωσης, λίγο πριν συμπληρώσει τα 18. Κι ακόμη, τα περισσότερα εκδεδομένα βιβλία του αναφέρουν πόσες ώρες χρειάσθηκαν για να καθαρογραφούν. Για παράδειγμα: «Κατηρτίσθη το Μουσικόν Μηναίον του Αυγούστου [Σημ. 340 σελίδες μουσικής γραφής] από ιδ΄ Ιανουαρίου έως κε΄ Μαΐου του έτους βγ΄ [2003], εδαπανήθησαν δε δια τον καταρτισμόν αυτού ώραι ρμς΄ [146]».     
     Κατά την έκφραση του αείμνηστου Κωνσταντίνου Τσάτσου, «δημιουργούσε σαν αθάνατος και ζούσε σαν μελλοθάνατος». Δεν σταμάτησε να εργάζεται μέχρι την τελευταία μέρα, και το τέλος ήρθε σ’ ένα διάλειμμα της γραφικής εργασίας που αποτελούσε την καθημερινή του απασχόληση. Εκτός από το τακτικό γράψιμο, υπήρχαν και τα περιστασιακά δημιουργήματα: λίγες μέρες πριν από το τέλος μας παρέδωσε έξι τόμους παλαιοτέρων χριστιανικών περιοδικών που είχε βιβλιοδετήσει ο ίδιος.
     Δεν έπαυσε ποτέ να έρχεται στους Αγ. Αποστόλους, παρά την κόπωση από την τακτική διαδικασία της αιμοκάθαρσης στην οποία υποβαλλόταν τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Τα φθαρμένα του γόνατα δεν του επέτρεπαν εδώ και πολύ καιρό να λειτουργεί ο ίδιος. Μία εβδομάδα πριν από το τέλος τον έφερα στο ναό για τον Μεγάλο Κανόνα. Ψάλαμε επί δυο ώρες την ακολουθία χωρίς την φυσική παρουσία του στο αναλόγιο, εκείνος όμως όπως πάντα σιγόψελνε από το Ιερό (ήξερε τα περισσότερα τροπάρια απ’ έξω), διορθώνοντας κάθε τόσο όταν κάτι λέγαμε λάθος. Παρακολούθησε την τελευταία του Λειτουργία την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών, της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Tα τελευταία χρόνια κοινωνούσε σχεδόν σε κάθε Λειτουργία.
     Το τέλος έφθασε για τον π. Κωνσταντίνο το εσπέρας της Τρίτης 8 Απριλίου ξαφνικά, αλλά όχι απροσδόκητα, με δεδομένα τα μακροχρόνια προβλήματα της υγείας του, τα οποία υπέμεινε με αδιαμαρτύρητη καρτερία. Μια ανακοπή στο σπίτι ενώ βάδιζε ήταν το τελικό γεγονός. Χωρίς πρόσθετες αρρώστιες, πόνους ή ταλαιπωρίες, πέρα από τις προσπάθειες ανάνηψης από την μονάδα του ΕΚΑΒ που κλήθηκε στο σπίτι. Η διακομιδή στο νοσοκομείο και οι πρόσθετες ενέργειες των γιατρών απλώς μας έδωσαν τον απαιτούμενο χρόνο για να συνειδητοποιήσουμε το γεγονός ότι είχε ήδη απέλθει. Με τα λόγια του Ιώβ: «Ο Κύριος έδωκε, ο Κύριος αφείλετο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον».
     Από την θέση αυτή, και εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη όλης της οικογενείας μας, θέλω να ευχαριστήσω όλους εκείνους που τον βοήθησαν και του συμπαραστάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Τον οικείο επίσκοπο, τους εφημερίους, τους ιεροψάλτες, τους επιτρόπους και όλους τους ανθρώπους του ναού και της ενορίας, που τόσο τον τιμούσαν με την αγάπη τους. Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που τον φρόντισε στις πολλές νοσηλείες του, μέχρι και το τελευταίο βράδυ. Τους οδηγούς, επαγγελματίες και μη, που τον εξυπηρετούσαν στις μετακινήσεις του. Τους συνεργάτες του επί σειρά ετών στο συγγραφικό και εκδοτικό του έργο. Ιδιαιτέρως τους σεβαστούς πατέρες για την πολύτιμη συμβολή τους στον τελικό ευπρεπισμό και την ιερατική ένδυση, στην τέλεση της εξοδίου ακολουθίας και τον ενταφιασμό. Όλους όσοι παρευρίσκεσθε σήμερα εδώ και συμπροσεύχεσθε. Πρωτίστως όμως τον Πανάγαθο Θεό που μας χάρισε την ευλογία της παρουσίας του και ‘κατηύθυνε τα διαβήματά του προς εργασίαν των εντολών Του’ επί τόσα χρόνια.
     Την επομένη της εκφοράς του, ανοίγοντας το πρωί στην τύχη το Ψαλτήρι (που τόσο αγαπούσε ο ίδιος) βρέθηκα μπροστά στους ακόλουθους στίχους:
     «Επίστρεψον, ψυχή μου, εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε. Ότι εξείλετο την ψυχήν μου εκ θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων, και τους πόδας μου από ολισθήματος. Ευαρεστήσω ενώπιον Κυρίου εν χώρα ζώντων». [Ψαλμ. ριδ΄]
     Νομίζω ότι ο π. Κωνσταντίνος δεν θα είχε αντίρρηση να βάλουμε στα χείλη του τους λόγους αυτούς. Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να κλείσω τη μικρή αυτή αναφορά με μια προσωπική ‘φαντασία’ που έπλεξα για την τελευταία επί γης στιγμή του. Ενώ βάδιζε βραδέως και εμπόνως στο διάδρομο του σπιτιού, άκουσε τη Φωνή του Λόγου να του λέγει: «Πού υπάγεις, πάτερ Κωνσταντίνε; Από εδώ έλα!» Και «ουκ εγένετο απειθής», αλλά είπε: «Αμήν, ναι, έρχομαι, Κύριε Ιησού!». Και σπεύσας απήλθε γηθόμενος, ‘αγαλλομένω ποδί’.
     Του πατρός ημών Κωνσταντίνου Παπαγιάννη, ιερέως του Υψίστου γενομένου, αιωνία η μνήμη! Την ευχή του να έχουμε.

6 σχόλια:

  1. Χριστός Ανέστη.Ο Θεός να τον αναπαύει..Παράδειγμα για όλους μας...Τώρα κατάλαβα γιατί μου αρέσουν τόσο πολύ τα κείμενά σας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αληθώς ανέστη, πάτερ. Ευχαριστώ για τις ευχές και τα καλά σας λόγια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Χριστός Ανέστη!
    Να πουμε και από εδώ το πόσο σημαντικό ήταν που μπορέσαμε να παραβρεθούμε στο 40ήμερο μνημόσυνο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Απόστολε, ευχαριστούμε για την παρουσία και για την αγάπη σας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. τι ωραίο κείμενο. ευχαριστούμε που μας κάνατε κοινωνούς της τόσο σπουδαίας προσωπικότητας του π. Κων/νου. Να έχουμε την ευχή του.

    ένας απλός ψάλτης!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ευχαριστώ για την επίσκεψη και τα καλά σας λόγια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή