Ο όρος ‘λόμπι’ έχει περάσει στην καθημερινή γλώσσα και την επικαιρότητα, με διάφορες αφορμές. Καταρχήν στην αγγλική γλώσσα το lobby είναι ο προθάλαμος, η αίθουσα υποδοχής ή το σαλόνι ενός δημοσίου κτιρίου. Επειδή σε τέτοιους χώρους συχνά γίνονται άτυπες, ανεπίσημες συναντήσεις και συνομιλίες πολιτικών ή άλλων δημοσίων προσώπων με ενδιαφερόμενους πολίτες, η χρήση του όρου επεκτάθηκε και στις επαφές αυτές, και με την έννοια αυτή πέρασε και στις υπόλοιπες γλώσσες. Έτσι μιλούμε για ελληνικό ή εβραϊκό ή όποιο άλλο λόμπι (π.χ. της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ ή της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ), εννοώντας ομάδες άσκησης πίεσης ή επηρεασμού πολιτικών προσώπων (συνήθως σε μεγάλες χώρες ή σε διεθνείς οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση) για την προώθηση εθνικών, οικονομικών, ιδεολογικών ή στρατηγικών συμφερόντων.
Η όλη πρακτική του lobbying έχει πάρει τεράστια έκταση. Με αφορμή τις πρόσφατες αποκαλύψεις του λεγομένου Κατάργκεϊτ, μάθαμε ότι στο Μητρώο Διαφάνειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι γραμμένα 12.426 μέλη ως ‘λομπίστες’ (διαβάστε ολόκληρο το σχετικό δημοσίευμα της Καθημερινής). Η μεγαλύτερη κατηγορία (3.486) είναι οι ΜΚΟ. Ακολουθούν οι επιχειρήσεις (3.038) και οι εμπορικές και επιχειρηματικές ενώσεις (2.628). Καταλαβαίνει κανείς τι διαγκωνισμός γίνεται για την προώθηση τόσων και τόσο ποικιλομόρφων συμφερόντων.
Αν όλες αυτές οι επαφές γίνονταν με ξεκάθαρο και νόμιμο τρόπο και βασίζονταν σε λογικά επιχειρήματα, στο δίκαιο και τη νομιμότητα, και δεν προκαλούσαν παραβιάσεις των ισχυόντων κανόνων, θα μπορούσε κανείς να τις αποδεχθεί ως μια άλλη μορφή διπλωματίας. Συνήθως όμως το συμφέρον μιας πλευράς (χώρας, ιδεολογίας, επιχειρηματικού ή οικονομικού ομίλου) προβάλλεται και προάγεται εις βάρος κάποιας άλλης πλευράς, όχι αναγκαστικά εχθρικής αλλά ανταγωνιστικής (π.χ. άλλου οικονομικού ομίλου). Εδώ μπορεί να μην τίθεται καν θέμα νομιμότητος: δυο επιχειρήσεις μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν στην αγορά, χωρίς να ευνοείται κάποια δυσανάλογα. Η καθεμιά όμως δεν θέλει αυτό, αλλά να αυξήσει το μερίδιό της με κάθε τρόπο. Κι αν ο τρόπος σημαίνει να ‘πείσουμε’ (όχι μόνο με λόγια αλλά και με το σχετικό οικονομικό δέλεαρ) κάποιους ανθρώπους με κύρος να μας προτιμήσουν και να νομοθετήσουν με χαριστικό τρόπο για μας, κανείς δεν μας εμποδίζει να το κάνουμε στα πλαίσια του lobbying. Εξάλλου, με την οπτική της business μια επένδυση είναι κι αυτή, όπως η διαφήμιση, έστω κι αν επενδύει τσέπες προσώπων ή κομμάτων (αρκεί βέβαια να μη γίνεται ευρέως γνωστή, έστω κι αν ‘ο κόσμος το ’χει τούμπανο’, κατά την παροιμία). Αυτός είναι και ο λόγος που το ‘λόμπι’ ως έννοια γίνεται όλο και πιο κακόφημο, τουλάχιστον στ’ αυτιά και την κατανόηση όσων διατηρούν ακόμη μια κάποια ηθική ευαισθησία.
Ας κάνουμε όμως και μια άλλη προέκταση του θέματος. Αν ένας πολίτης ‘λαδώσει’ π.χ. δημόσιο υπάλληλο για μια εκδούλευση εντός ή και εκτός νόμου, αυτό αποτελεί δωροδοκία για τον πολίτη και δωροληψία για τον αποδέκτη και είναι ποινικά κολάσιμη πράξη. Αν μια επιχείρηση ή μια χώρα χρηματοδοτεί ένα πολιτικό κόμμα ή έναν διεθνή οργανισμό για να προωθήσει το συμφέρον της, αυτό λέγεται χορηγία και είναι κατά πάντα νόμιμο. Τα οικονομικά μεγέθη μπορεί να διαφέρουν (ο πολίτης μπορεί να δίνει ένα χιλιάρικο, η επιχείρηση ένα ή περισσότερα εκατομμύρια). Από ηθικής/δεοντολογικής πλευράς όμως υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο; Νομίζω πως όχι. Αλλά βέβαια οι νόμοι που απαγορεύουν τη μία πράξη και κατοχυρώνουν την άλλη, σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, γράφονται και ψηφίζονται από ανθρώπους που προσδοκούν να ωφεληθούν από τα ποικίλα συμφέροντα των άλλων. Κατά το κοινώς λεγόμενο, Γιάννης κερνά και Γιάννης κουτσοπίνει, γεγονός που δικαιολογεί τον νεολογισμό του τίτλου.
Ερμηνευτική σημείωση. Λοβιτούρα= ανέντιμη, παρασκηνιακή ενέργεια που αποσκοπεί σε προσπορισμό παράνομου κέρδους (Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής).